«… Δε μπορούμε να εμποδίσουμε τη δυστυχία. Αυτόν ή εκείνον τον πόνο, ναι, αλλά όχι τον Πόνο. Μια κοινωνία μπορεί να καταργήσει μόνο την κοινωνική δυστυχία- την άχρηστη δυστυχία. Η υπόλοιπη εξακολουθεί να υπάρχει. Είναι η ρίζα, η πραγματικότητα. Όλοι μας εδώ θα γνωρίσουμε τη λύπη αν ζήσουμε πενήντα χρόνια, θα είναι πενήντα χρόνια λύπης. Υπάρχουν στιγμές που με πιάνει τρόμος… η ευτυχία φαίνεται φευγαλέα. Κι ωστόσο, αναρωτιέμαι αν όλα αυτά δεν είναι μία παρεξήγηση… αυτό το κυνήγι της ευτυχίας, αυτός ο φόβος του πόνου… Αν αντί να τον φοβάμαι και να τον αποφεύγω… αν μπορούσα να τον διασχίσω… να τον ξεπεράσω… υπάρχει κάτι πέρα απ τον πόνο. Αυτό που υποφέρει είναι το Εγώ, αλλά υπάρχει ένα σημείο που το Εγώ σταματάει. Δεν ξέρω πώς να το πω. Αλλά νομίζω ότι η πραγματικότητα, η αλήθεια που αναγνωρίζω στη δυστυχία κι όχι στην άνεση και την ευτυχία- ότι η πραγματικότητα του πόνου δεν είναι πόνος. Αν μπορέσεις να την ξεπεράσεις. Αν μπορέσεις να την αντέξεις μέχρι το τέλος. Πραγματικότητα της ζωής μας είναι η αγάπη. Η αγάπη είναι η αληθινή συνθήκη της ζωής μας…» Ο ΑΝΑΡΧΙΚΟΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΚΟΣΜΩΝ, Ursula K.Le guin
φεύγει κουνώντας νωχελικά το χρυσό φόρεμα της Βερενίκης
στα πανώρια παλάτια του Ήλιου…
Ο έρωτας στην Αλεξάνδρεια… Πώς να ναι άραγε;
Χιλιάδες χρόνια πριν κρύψαμε τα
στεφάνια των πρώτων μας όρκων
σε κάποια έρημο του Νείλου. Και όσοι αέρηδες και αν σηκώθηκαν κανένας
φιλόδοξος τυχοδιώκτης ή ονειροπόλος
αλχημιστής δε τα φέρε στο φως..
Μπορεί και να ταν καλύτερα. Θα
ξέραμε τώρα τι κάρμα εκπληρώνουμε.. Ή πόσο έξω πέσαμε.
Οι
χρησμοί επαληθεύτηκαν τώρα. Κάθισε η καρδιά μου στον ολόχρυσο θρόνο που της
έστησες, ενώ τα ποταμόπλοια σε έφερναν κοντά μου. Η φωνή σου μια όαση στην
έρημο των ουρλιαχτών και το φιλί σου μπαχάρι στην άνοστη ζωή μου. Μαζί να
πάρουμε ξανά το δρόμο των καραβανιών.
Ο έρωτας στην Αλεξάνδρεια δεν έχει τη γεύση των
θαλασσοδαρμένων, αλλά κινείται νωχελικά κάτω από το τελευταίο λιοπύρι της
μέρας, σέρνοντας τα ξεσκισμένα άλλοτε αυτοκρατορικά μεταξωτά του ιμάτια, στα
παλάτια των βασιλιάδων, των ποιητών, των κολασμένων.. Λες και ακόμα ζητιανεύει
κάτι από το χαμένο μεγαλείο να ντύσει τα καραβάνια των ερωτευμένων επισκεπτών
του
Θα βρεθούμε, έχε μου εμπιστοσύνη σε ένα μακρινό μέλλον
στο πιο τρελό μου όνειρο σε ένα από τα καραβάνια της
να μετρούμε τις ανύπαρχτες σκιές των πυραμίδων.
Να μετρούμε τους κόκκους άμμου στο πιο παράξενο
θησαυροφυλάκιο του κόσμου.
Οι καιροί θα αλλάζουν πάνω από τα ιδρωμένα μέτωπα και στις
πόλεις του κόσμου
ακόμα θα τρέχουν οι άνθρωποι να προφτάσουν μια ματαιότητα.
Μα εκεί, εγώ και συ, θα περπατάμε με τον ρυθμό που αιώνες
τώρα πετούν τα πουλιά
ανάμεσα από τα στενά της Αλεξάνδρειας…
Με τον ρυθμό που αιώνες τώρα καθορίζει τη μοίρα του κόσμου
ερήμην της αντίληψης μας.
Ανάλαφρα, σαν μόλις να ακουμπάς
τα αλαβάστρινα πόδια
σου σ’ένα πουπουλένιο πάπλωμα.
Τα βράδια θα κοιμόμαστε με ανοιχτά παράθυρα, ανοιχτές
κουρτίνες
κάτω από έναν ανοιχτό ουρανό.
Εκεί στο μοναδικό μέρος του πλανήτη όπου τ’αστέρια σου
μιλάνε
ή μάλλον που μπορείς να τα ακούς στη μόνη γλώσσα που
γνωρίζουν…
Αυτή της Αλεξάνδρειας…
Σαν μανιακές, τρελαμένες οι αισθήσεις σου
θα δραπετεύσουν από τη φυλακή του καθωσπρέπει πολιτισμού σου
της προγραμματισμένης σου ζωής για να ξεχυθούν
στο ανεξέλεγκτο παζάρι των ερεθισμάτων.
Οσφραίνεσαι και νομίζεις αγγίζεις.
Ατενίζεις και νομίζεις ακούς.
Νιώθεις, νιώθεις…
Ό,τι αγγίζω εκεί είναι άμμος.
Μπορώ να πλάσω ό,τι όνειρο θελήσω.
Μα το βράδυ σαν κλείσουν τα κουρασμένα βλέφαρα έχω την
αίσθηση ότι
όλη η πόλη βυθίζεται στην έρημο, επιστρέφει στη Μάνα-Γη
για να αναγεννηθεί με το πρώτο φως της ημέρας.
Γι αυτό σου λέω
Πλάσε ό,τι σκεφτείς.
Η μαγεία της Αλεξάνδρειας είναι ανεξάντλητη.
Ο έρωτας την Αλεξάνδρεια παίρνει το δρόμο των καραβανιών…