Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

ΜΕΡΕΣ ΑΔΕΣΠΟΤΕΣ



Θα θέλα να γράψω ένα ποίημα που να μη τελειώνει ποτέ. Μα γίνεται;
Εδώ τελειώνει η ζωή μας τελειώνει τόσο γρήγορα που ούτε καν το Σύμπαν δε θυμάται.
Να ξυπνήσω το πρωί σε ένα σωρό από χαρτιά και να χω κάνει
 το μεγάλο της ζωής μου ταξίδιον.  Έτσι και αλλιώς δεν ονειρεύομαι πια
ζω μέσα στο όνειρο. Και αυτό έχει διαφορά.
Οι μέρες ήσυχα και όμορφα περνούν, με μικρές χαρές σχεδόν κατανοητές.
Αποδέχομαι απλά ότι συμβαίνει ή δε συμβαίνει  ή αντλώ άνωθεν  δύναμη;
Δε περιμένω τίποτα πια. Δε ξέρω αν έχω μέλλον για να αγχωθώ γι αυτό.
Φρόντισαν κάποιοι γι αυτό, να το εξαφανίσουν μαζί και κάθε ίχνος.
Σαν χειροβομβίδα είν η ζωή μου στα χέρια ολωνών.
Ένας να με πετάξει θα τιναχτούν όλα στον αέρα.
Εύφλεκτο υλικό η ψυχή μου και σαν ανίδεα παιδιά παίζουν μαζί της όλοι.
Σε ένα ναρκοπέδιο από λόγια, ματωμένα φιλιά
 και προδομένα χάδια που πρέπει να βαδίσω. 
Πώς να μιλήσω, να εκφραστώ να μη γρατζουνίσω
την τσαλακωμένη ευγένεια των υποκριτών;
Απ τις γρίλιες της φυλακής μου κρυφοκοιτάζω τη ζωή μου.
και το αηδόνι με συντροφεύει παντού. 
Στα ψηλά σκαλοπάτια του πνεύματος μας γνέφει η ελευθερία.

Μες τη σιωπή ακούω μονάχα τα βήματα της μοίρας.

ΣΤΑ ΑΔΥΤΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΗ ΤΑΝΟΥΔΗ


Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Σα δυνατό αφροδισιακό μας ποτίζουν τη νοσταλγία τα χρόνια των γηρατειών.
Και εμένα ο νους μου σα μηχανή του χρόνου που αντί να γυρνά προς τα πίσω
καλπάζει προς τα χρόνια που θα προσπεράσουν, ζητά να τη νιώσει πρόωρα.
Φωτογραφίες στοιβάζονται σε άλμπουμ, σε κορνίζες, σε συρτάρια
η μόνη μου απόδειξη πως κάποτε υπήρξε παρελθόν. Και για μας που παρασιτούμε το μέλλον.
Η στιγμή αυτόνομη ξεφεύγει από την υποψία ότι ίσως και να σου άνηκε..

Η οικογένεια μου. Το ρούχο που φορώ.. Με καίει μα γυμνή πώς να περπατήσω κάτω
από τον αδυσώπητο ήλιο του κόσμου;
Η μαμά, ναυαγισμένη φιγούρα.. ο μπαμπάς, σκουριασμένη άγκυρα δεμένη στο ναυάγιο.
Η αδελφή μου, ο ομφάλιος λώρος μου.
Το σπίτι μας.. η πιο λυπημένη κατοικία. Το βασίλειο της νοσταλγίας.
Εμείς οι τέσσερις..Μόνο εμείς οι τέσσερις να ήμασταν και πάλι μαζί
και ας ζούσε ο καθένας στο δικό του κόσμο.
Κλαίω για όλους. Κλαίω και για αυτούς. Αγγίξαμε λίγο το φόρεμα της ευτυχίας
μα δε το φορέσαμε ποτέ. Πάντα ελπίζαμε σε καλύτερες μέρες… Πάντα..
Μα εκείνες σαν οδοστρωτήρες μας πέρασαν-όχι μας προσπέρασαν- μας πέρασαν
αόρατες μές στη στιγμή..
Λιωμένες φιγούρες στην άσφαλτο ενώνουμε τα χέρια μας να γίνουμε πάλι ένα..

Και τι είναι αυτό που με λυπεί; Δε χορτάσαμε πραμάτειες σαν έμποροι της εποχής;
Δε γελάσαμε σε κηδείες δε κλάψαμε σε γάμους;
Δε γεμίσαμε πτυχία ,φίλους, έρωτες και θανάτους;
Σε τι μείναμε πίσω;
Συγχώρα με, Θεέ μου, που η πιο φοβερή αμαρτία μου μέχρι τώρα
στάθηκε αυτή: να μη βιώνω τη χαρά, την απλούστατη χαρά, στο παρόν.
Στη στιγμή που τα σβήνει όλα, τα σαρώνει και τα αποτυπώνει στο φόρεμα του χρόνου.
Και ξέρω πως η μόνη μου παρακαταθήκη στους απογόνους μου θα είναι αυτή.
Μα είναι πάντα καταδικασμένη από τη νεότητα να μη λογαριάζεται.
Βιαζόμαστε να μεγαλώσουμε, να πετάξουμε μακριά από τις ταυτότητες μας.
Και έρχεται ένα πρωί που τσακισμένοι σε ένα ξένο δέντρο

περιμένουμε ένα διαβατάρικο πουλί να μας γυρίσει σπίτι..

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Άνετα δεν ένιωσα ποτέ στη κούνια
μετέωρη έψαχνα κάπου να κρατηθώ και ύστερα ήρθε το κρεβάτι και μεγάλωσα
μικρό ήταν στην αρχή και έπειτα μεγαλύτερο και έπειτα διπλό
ποτέ στα μέτρα μου δεν ήταν… προκρούστεια  κατάσταση.


ΑΒΟΛΑ ΜΕΡΗ


Ποτέ άνετα δεν ένιωσα στο σπίτι
κρύο βαρύ και μόνο σαν εμάς… Μία μικρή γωνιά έψαχνα να κρυφτώ.
Καινούργια μέλη έρχονταν και έπειτα πάλι έφευγαν
σαν εποχιακή ανακαίνιση. Κρύο και μεγάλο έμενε
περίσσευα πάλι ή δε χωρούσα.

Άβολα ήταν πάντα στις παρέες
ήθελα πάντα κάτι να πω μα σώπαινα στο τέλος.
Και στο σχολειό και στη δουλειά ακόμα
πάντα μια αγωνία ένας χαμένος κόπος
με έβρισκα όταν στο σπίτι πίσω πάλι άβολα γυρνούσα.

Άβολα μες τις αγκαλιές που πίστευα δικές μου
γυρνούσα μα ανάπαυση δεν έβρισκε ο λόγος μου και
αγωνίες την καρδιά την έβρισκαν μεγάλες
δεν είναι ο έρωτας για να κρυφτείς το μέρος το πιο βολικό.

Και μόνο κάθε Κυριακή έξω απ της εκκλησιάς την πόρτα
να επιστρέφω «σπίτι» νιώθω στο σώμα το αρχικό
χαμένο μέλος και όλοι οι ¨Άγιοι φίλοι μου και ο Θεός γονιός μου
και οι Άγγελοι τα αδέλφια μου.

Και μόνο κάτω απ τις πολύχρονες κουβέρτες μου
όταν η μέρα πια σωπάσει όπου και να βρεθώ
σε βολικό ή άβολο μέρος παρέα με τα όνειρα μου
χάνομαι σε ένα ταξίδι ακριβό για τη φτωχή πραγματικότητα.

Όλα τα εφήμερα χαμογελούν αμήχανα και άβολα
κοιτάζουν την απεραντοσύνη πίσω μου γιατί να συγκριθούν
δε θα μπορούν ποτέ με τη θαλπωρή του απείρου.
Μονάχα μες τα όνειρα μου στου ύπνου τη γαλήνη
Μονάχα κάθε Κυριακή που βάζω τα καλά μου

χαίρομαι που επιτέλους με καλούν σε μια γιορτή μόνο προς τιμήν μου…

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014



Είναι το μυστήριο η πρώτη μας πατρίδα. Το άγνωστο, το τόσο αναπάντεχο και άβολο μα και συνάμα γοητευτικό και πάντα οικεία γνωστό, καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος σε αυτόν τον δήθεν γνωστό κόσμο. Μας είναι κατά βάθος οικείο γιατί η αλήθεια ελευθερώνει και ίσως, για μας τους αιώνιους αναζητητές , η αναζήτηση της αλήθειας ελευθερώνει ακόμα περισσότερο και είναι περισσότερο πολύτιμη και από την ίδια την αλήθεια. Γιατί δε βαλτώνεις ποτέ. Γιατί πάντα προχωράς. Στο βαθύ σκοτάδι του δάσους που λέγεται ασυνείδητο, υποσυνείδητο, μυστήριο ο άνθρωπος πάντα προχωρά με αναμμένο μόνο ένα δαυλό, την πίστη του ή καλύτερα μακριά από δογματισμούς, την αποδοχή του.  Την τέλεια αποδοχή του στη μαγεία που υφαίνεται γύρω του.
Δε φοβάμαι πια το άγνωστο, όταν συλλογίζομαι ένα κόσμο με άπειρες πιθανότητες. Το άγνωστο ταυτίστηκε από πολύ παλιά με το κακό, διότι υποδεικνύει την βαθιά ριζωμένη αδυναμία του ανθρώπου σε κάθε τι που τον ξεπερνάει, και αυτόν και την τακτοποιημένη του καθημερινότητα. Άλλωστε, η δημιουργία σήμαινε εξ’ αρχής την κατάργηση του χάους, την τακτοποίηση του και εν μέρει την εξημέρωση του. Και το μυστήριο είναι αυτό το ξύπνημα του Χάους, σε έναν κόσμο που αρνούμενο το Μυστήριο αρνείται την ίδια του την ύπαρξη. Το Μυστήριο είναι σαν την άβυσσο του ποιητή, όσο την κοιτάς σε κοιτάει!

Και μια κοινή κλωστή ενώνει τα σκόρπια νήματα, ένα παζλ ολοκληρώνεται μέσα από χιλιάδες άσχετα φαινομενικά κομμάτια. Γεγονότα, ειδήσεις που ακούσαμε τυχαία με κάτι που διαβάσαμε, για κάποια παράξενη θεωρία, ημερομηνίες ,αριθμοί και ονόματα συνθέτουν το μωσαϊκό της αλήθειας λίγο θαμπά πάντα, λίγο ξώφαλτσα ίσα ίσα προλαβαίνουμε κάτι να κατανοήσουμε και μετά μας ξεφεύγει πάλι σαν να μην είναι ακόμα ο καιρός τα άστρα να μιλήσουν… (ΣΚΟΡΠΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ)

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

ΜΙΚΡΕΣ ΟΥ-ΤΟΠΙΕΣ




Οι νύχτες σε διαδέχονται περνώντας πάνω από το τελευταίο σώμα σου. Αυτό που άπλωσες να στεγνώσει στη φεγγαράδα του μπαλκονιού σου..  Αφελέστατα και ως συνήθως, επιπόλαια μπέρδεψες τις ακτίνες των ουρανίων σωμάτων. Για το «στέγνωμα» και το «άδειασμα»  εκλήθη ο ήλιος και μόνο.
Μην εκφράσεις την ουτοπία σου.. Μη μιλήσεις γι αυτήν. Κάποια καινούργια «ιδεολογία» θα την ανακαλύψει και θα σου την προδώσει. Γιατί χωρίς προφυλάξεις δίνονται κάθε βράδυ τα μπαγιάτικα πιστεύω μας στο ψέμα της ελεημοσύνης . Πόσοι δούλοι θα γεννηθούν ακόμα;
Πως γυρνά κανείς σπίτι του όταν έχει χάσει το δρόμο; Λες γι αυτό ανακαλύφθηκαν τα παγκάκια;  Ξεχειμωνιάζουμε τα όνειρα μας και στωικά περιμένουμε να τα βγάλουμε βόλτα ακόμα ένα βιαστικό καλοκαίρι. Στη θάλασσα.. Το μόνο τελευταίο αληθές τοπίο του κόσμου χωρίς αρχή και τέλος. Πάντα αχαρτογράφητη στα μάτια μας..

Ένα κοχύλι η ζωή που ξέθαψες κατά λάθος  παίζοντας με την άμμο. Το φέρνεις κοντά στο αυτί σου και φαντασιώνεσαι ότι ακούς τα κύματα. Μα αυτά έχουν σκάσει ήδη πάνω σου. Νύχτωσε και πάλι..αιώνες τώρα η μέρα προετοιμάζει το φόρεμα της νύχτας με ένα σωρό ψευτιές.

Και η φυγή σου ένα εκτροχιασμένο τραίνο.  Άκυρο εισιτήριο.  Πλοίο που αποσύρεται. Ακόμα μια βαλίτσα που περιμένει σε μια σκοτεινή γωνιά. Μη την ανοίξεις! Η φυγή δε παίρνει τίποτα μόνο φέρνει.. Και η μνήμη μια βαλίτσα σιωπηλή σε μια γωνιά του δωματίου. Μη την ανοίξεις! Θα πετάξουν πουλιά!
Και ερχόταν το πρωινό μας κάθε φορά σα δήμιος, που μετρούσε τις ώρες μου ζητώντας να του εκπληρώσω μια τελευταία επιθυμία μου. Μα εγώ ποτέ δε προλαβαίνω. Δεν εκπληρώνεται η ζωή σε λίγες ώρες. Μονάχα αναπληρώνεται.
 Μεγάλα λόγια που μίκρυναν τις καρδιές μας μετά τη διάψευση τους,  σας τρέμω! Τι όμορφο το τραγούδι σας τι σαγηνευτικό τι απαλά που θρονιάζεται στα σκληρά μας ώτα. Με τι μαεστρία γλιστράει μετά σαν ιός θανατηφόρος στα καρδιακά μας αγγεία..
Η ζωή μου είναι αλλού, εγώ εδώ και στέλνουμε συχνά χαιρετίσματα η μία στην άλλη! Σε ένα παράλληλο σύμπαν ξέρω πως αγνοώ εντελώς την αδιάφορη ύπαρξη μου και συνεχίζω απ’ το μηδέν. Όλο το μυστικό είναι το μηδέν. Να μηδενίζεις το κοντέρ.. Που πάμε με τόσες άχρηστες αποσκευές στο νου μας!
Όλοι διψάσαμε στη ζωή μας για αλήθεια, αν όμως μας τη χάριζαν σε μία νύχτα θα κατέρρεε το Σύμπαν μας και το ταξίδι μας θα έμενε στη μέση..Η αλήθεια πρέπει να δίδεται σε μικρές δόσεις..Αργά και σταθερά να δηλητηριάζει τα κύτταρα της παραπλάνησης μας. Ανακατεύω ξανά τη τράπουλα και πέφτω πάλι στο ίδιο φύλλο. Όλα τα καινούργια πράματα μοιάζουν μεταξύ τους μα ξεγελά η ομορφιά τους. Και μόνο σα παλιώσουν ανακαλύπτουμε τις διαφορές..Μα τότε είναι αργά γιατί παλιώνουμε και μεις..Αποσυρόμαστε.

Όχι δε γράφω στίχους.
Ταξινομώ τους ήχους. Από μέσα προς τα έξω.

Δεν κατοικούν πάνω στο ροζ συννεφάκι μόνο οι ονειροπαρμένοι μα και εκείνοι που ξέρουν τι θα πατήσουν μόλις πατήσουν στεριά.. Όχι ευχαριστώ! Δε θα πάρω!

Επαγγελματίες ακροβάτες. Κρεμόμαστε από ετοιμόρροπες ελπίδες και πατάμε σε σάπιες υποσχέσεις μα το χειροκρότημα γλυκαίνει τον καημό μας και έτσι αναβάλλουμε ακόμα μια φορά να αποσυρθούμε.
Ποια παλιά κατάρα λίγο πριν σβήσει με έχει δέσει με το ανεκπλήρωτο;
Προς τους απανταχού ρομαντικούς: Μας άλλαξαν το χρώμα..το Ροζ μάτωσε..

Μεγάλωσα θα πει: Να ζεις σε μια διαρκής ψύχωση, δικιά σου ή των άλλων. Επιφάνεια Επιφάνεια πόσο με πνίγεις!

Τώρα που πήραμε μια λάθος ζωή δε μένει παρά να ελπίζουμε σε έναν σωστό θάνατο..
Τι ειρωνεία όμως..πάντα οσμίζεσαι το λάθος μα ποτέ το σωστό.  Υποψιάζομαι μάλιστα ότι ούτε καν υπάρχει.
Ήμαστε όλοι λαθραίοι. Στις ζωές μας.. Αφύλακτα πάντα τα σύνορα του νου μας..

Άπλωσες τα χέρια και ήταν σαν να άπλωσε το ουράνιο τόξο τα χρώματα του στη νύχτα. Και μετά ήρθε πάλι το φως να εξαφανίσει τα ίχνη σου.

Οι αντιεξουσιαστές λένε ήμαστε όλοι μετανάστες. Αναρωτιέμαι..από τη πραγματικότητα στο όνειρο ή  και αντίστροφα;
Κάθε μέρα που στριμώχνεσαι στο μικρό μου Σύμπαν αυτό διαστέλλεται.. Να πως ξεχειλώνει ένα όνειρο.
      
Αγαπώ όλους τους σταθμούς.. όλους τους σταθμούς όπου συναθροίζονται άνθρωποι για να έρθουν ή να φύγουν..αγαπώ όλους τους σταθμούς όπου ενώνονται ή χωρίζουν οι άνθρωποι..είναι εκείνα τα μέρη τα μοναδικά στα οποία οι καρδιές χτυπούν πιο δυνατά..αγαπώ τη συσσωρευμένη αγωνία ..τον ήχο μιας βαλίτσας που σέρνεται..αγαπώ τα μέρη αυτά που πραγματοποιείται μια συνάντηση..για πρώτη..ή για τελευταία φορά..
Αγαπώ τη μυρωδιά της φυγής..τα μαντήλια που βγαίνουν από την τσέπη μα και κείνα που δε τόλμησαν..τα μάτια που δάκρυσαν και κείνα που γύρισαν αλλού για να μη δακρύσουν..
Αγαπώ τους σταθμούς..γιατί δεν είναι ποτέ ίδιοι..

   Οι ήσυχες απαλές νύχτες βαραίνουν πάνω μας σαν μια προσταγή της μοίρας ότι κάτι δε ζήσαμε… και τελικά χάνονται και αυτές μέσα στην απραξία .
  Η δροσιά του πρωινού μας ξεγελά για την υπόλοιπη μέρα. Η δροσιά του έρωτα για την υπόλοιπη ζωή.

Έρωτας είναι όλο αυτό το ακατανόητο σμίξιμο ενεργειών, όταν η δική σου ενέργεια περνά μέσα από τη δική μου και συσπάται, έτοιμη να γεννήσει ένα Σύμπαν και γαληνεύει σα τη θέα ενός άστρου το βράδυ που σ’ αποκοιμίζει..Και ανταριάζει σα το καλοκαιρινό ουρανό και πάντα σε ταράζει αυτή η αντάρα και ας ξέρεις πως κρατά τόσο λίγο.Πρέπει να ήρθαμε από τα άστρα, σκέφτομαι. Δεν εξηγείται που κάθε φορά που πάω να σκεφτώ ή να εκφέρω τη λέξη Έρωτας φαντάζομαι γαλαξίες να χορεύουν στα μάτια σου..

Πως μπορώ να πω ότι άργησες στο ραντεβού μας
ότι βιάστηκα εγώ
αφού ποτέ δεν ορίσαμε την ώρα το τόπο και το πώς..
«Λάθος timing” βαφτίσαμε τη δειλία μας..

Είναι φορές που νιώθω σα μικρή πινέζα...με ένα τόσο δα κεφαλάκι, να το πιέζουν από πέντε μεριές πέντε δάχτυλα, να το χώσουν στο τοίχο της ομοιομορφίας..Να μη ξεχωρίζει τίποτα.. Καθε μέρα μας προδίδουν.. Σαν Εργαζόμενους, σαν Πολίτες, σαν Εραστές, σαν Φίλους, σαν Ανθρώπους...

Και περιμένω στην άμμο να με ανακαλύψουν δύο παιδικά χεράκια...

Μια Κυριακάτικη λειτουργία σε ένα άσπρο ξωκκλήσι του Αιγαίου, κάτω από το πρωινό καλοκαιρινό ήλιο, με την ατμόσφαιρα να μυρίζει θυμίαμα, με την ατμόσφαιρα να θυμίζει ποίημα του Ελύτη είναι, αν υπάρχει τελικά, ο ορισμός της ευτυχίας, η ενσάρκωση κάθε ποιητικής ουτοπίας...

Ε.Τ

ΜΑΣ ΔΙΑΦΕΥΓΕΙ.... ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ





ΠΩΣ ΖΟΥΜΕ ΜΥΘΙΚΑ ΜΑΣ ΔΙΑΦΕΥΓΕΙ
Πως ζούμε μυθικά μας διαφεύγει.
Πως ο ζητιάνος στη γωνιά είναι βασιλιάς μας διαφεύγει.
Πως ίσως κιόλας είμαστε γουρούνια μες στης Κίρκης το μαντρί μας διαφεύγει.
Πως ίσως τούτη η πόλη μας χωνεύει επειδή είναι της Χάρυβδης στομάχι αυτό μας διαφεύγει.
Πως το πλυντήριο ρούχων είναι ο μονόφθαλμος Πολύφημος που βάλαμε στη δούλεψη αυτό μας
διαφεύγει.
Πως ο σκαφέας που μουγγρίζει σκάβοντας τα χώματα είναι δράκοντας αυτό μας διαφεύγει.
Πως η οχιά μέσα στα χόρτα ή μες στις πέτρες είναι η λυγερή σαΐτα του Απόλλωνα που ψάχνει για
τη φτέρνα μας αυτό μας διαφεύγει.
Πως κάθε μηχανάκι είναι η σιδερένια ενσάρκωση εκείνου του Χρυσόμαλλου Κριού μας διαφεύγει.
Πως το λιμάνι είναι το πέτρινο μαντρί των καραβιών μας διαφεύγει.
Πως όλα τα καράβια σέρνουν μια λευκόμαλλη δορά μας διαφεύγει.
Πως όλα τα καράβια προσπαθούν να αντιγράψουν τη χρυσόμαλλη δορά του Γαλαξία πάνω στα
νερά μας διαφεύγει.
Πως το νερό είναι μαχαίρι που μας γδέρνει κατεβάζοντας την άσπρη, τη σγουρή, την πολυόμματη
δορά της σαπουνάδας απ' το σώμα μας αυτό μας διαφεύγει.
Πως οι πετσέτες μες στο μπάνιο μας δεν είναι ούτε μούσκλα γύρω απ' την πηγή ούτε και είναι
τα εφτά πέπλα της Άσθαρ αλλά είναι του καθρέφτη οι εφτά δορές μας διαφεύγει.
Πως η κυρία που έρχεται στο πάρκο με τα τρία της σκυλιά κάθε απόγευμα
είναι η Περσεφόνη με τον Κέρβερο αυτό μας διαφεύγει.
Πως ήδη έχουμε θαφτεί μας διαφεύγει·
μας διαφεύγει πως ο Ήλιος που ακουμπά το δειλινό εκεί στο λόφο είν' ο φύλακας του τάφου μας,
μια σφίγγα, ένας λέων
με πρόσωπο καθρέφτη και με χαίτη αχτίδες.
Μας διαφεύγει που η Σελήνη είναι η χαμένη μας εντάφια προσωπίδα καθώς φλόγινη σα λιόντισσα
προβαίνει με ησυχία θανατερή μες απ' τη λόχμη.
Πως ζούμε πλήρως μυθικά μας διαφεύγει.
Πως το μολύβι που κρατούμε μπορεί να 'ναι το σουβλί που τύφλωσε τον Κύκλωπα αυτό μας διαφεύγει.
Πως οι μνηστήρες είν' εδώ και τρώνε και γλεντούν το βιός του Οδυσσέα μας διαφεύγει.
Πως σαν τον Οδυσσέα ο ποιητής είν' ένας ξένος μες στο ίδιο του το σπίτι αυτό μας διαφεύγει.
Πως ήδη των μνηστήρων οι ψυχές αποκολλιούνται απ' τη σπηλιά του ουρανού και κατεβαίνουν
τρίζοντας στον Άδη αυτό μας διαφεύγει.
Πως ο Έρμης χωρίς κακία τις οδηγεί μες απ' τους δρόμους τους υγρούς προς το σκοτάδι αυτό μας διαφεύγει.
Πως ζούμε μυθικά μας διαφεύγει.
Πως είμαστε σκιές και τριγυρνάμε έξω από του χρόνου τον καθρέφτη αυτό μας διαφεύγει.Γ.ΥΦΑΝΤΗΣ

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

ΜΙΑ ΑΚΟΜΑ ΚΟΥΡΑΣΤΙΚΗ ΜΕΡΑ...

Δεν είμαι καθόλου φεμινίστρια. Πιστεύω απόλυτα στην άνιση κατανομή των ρόλων αλλά πιστεύω και στην ισοτιμία και αυτό είναι διαφορετικό από την ισότητα. Απλά συμβαίνει το εξής παράλογο! Οι μισές γυναίκες έχουν ξεχάσει το ρολο τους στον αγώνα να εξισωθούν με τους άντρες και οι άλλες μισές τα χουν πάρει όλα στη πλάτη τους πιστεύοντας πως έτσι θα αγαπηθούν ίσως περισσότερο.. Για τη δεύτερη κατηγορία αφιερωμένο το τραγούδι..έχω συναντήσει πολλές τέτοιες γυναίκες που αξίζουν τα παντελόνια περισσότερο από μερικά αντράκια!


ΑΝΤΙ ΦΕΜΙΝΙΣΤΙΚΟΝ

Καμιά φορά νιώθω να εισβάλλει μέσα μου ένα κύμα απεριόριστης ελευθερίας. 
Όταν αποδεσμεύομαι συναισθηματικά από κάθε τι που με κρατά με πόνο και μάταιη ελπίδα, τότε ακριβώς νιώθω ότι μπορώ να πετάξω μακριά από κάθε κοινωνική σύμβαση. Και θυμάμαι και μακαρίζω μια *Κατερίνα, μια Μαρία, μια Σύλβια.. έτσι και αλλιώς-συνηθίζω να λέω καμιά φορά με θυμό- και που μας αγαπάνε τα αδηφάγα αρσενικά λάθος μας αγαπάνε. ’Η μήπως όχι;
Μα τι κρίμα, λίγο κρατάει αυτή η αναπτέρωση. Γιατί και η φύσις μας ζητά κάπου να υποταχτούμε, σε μια αρσενική μυρωδιά μέσα να χάσουμε όλο μας το είναι ασφαλές..Και τα βράδια όταν βλέπουμε εφιάλτες τρέχουμε κάπου να κουρνιάσουμε. Παρεξηγημένη λέξη και η υποταγή και βιαζόμαστε εξ αρχής να πατήσουμε με το άσπρο γοβάκι το μαύρο παπούτσι που στέκεται εκ των δεξιών..χμ… «Οπισθοχώρησης!!!» θα έλεγαν οι καλές μου φίλες.. Ανάγκη δια του ανήκειν θα έλεγα εγώ..
Άλλωστε, τι ειρωνεία, μόνον η ελεύθερη φύση, μόνον η ελεύθερη προσωπικότητα ζητά μετά μανίας να υποταχτεί σε μια αλήθεια, σε κείνη που δίπλα της αναγνωρίζει τον εαυτό της.. Έτσι έμαθα από μικρή το ένα να μη υπολογίζω αλλά τα δύο, και ας είναι η μονάδα η τελική κατάληξη και ας είναι το δύο απλά μία παραπλάνηση για τα παγωμένα βράδια..
Δε μας χρειάζονται άλλο φεμινίστριες, γεμίσαμε με δαύτες και πάντα καταλήγουμε για τρίχες να μιλάμε. Γυναίκες μας χρειάζονται. Είναι εύκολο να φορέσεις τα παντελόνια μα δύσκολο να σταθείς με το φουστάνι σου κόντρα στον Άνεμο..

Σημ: Κατερίνα Γώγου, Σύλβια Πλαθ, Μαρία Πολυδούρη: Ποιήτριες που αγωνίστηκαν για να διασώσουν το αληθινό και πνευματικό πρόσωπο της Γυναίκας, περά από φθηνές συνθηματολογίες.



ΕΙΜΑΙ Η ΠΕΡΣΕΦΩΝΗ ΜΕΡΟΣ Α

Η γυναίκα είναι σαν τη φύση.. Αν της αφαιρέσεις το μυστήριο έχεις μπροστά σου ένα άνυδρο ερειπωμένο τοπίο...


ΕΙΜΑΙ Η ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ

Τελειώνει η προθεσμία μου
απ το θάνατο δανείζομαι αγάπες.
Η ζωή δεν έχει να μου δώσει πάθος
και μένα με τραβάει το μαύρο
Το κόκκινο
το αίμα..
Μιλάω με τη σιωπή των νεκροταφείων
ερωτοτροπώ με την απουσία.
Η παρουσία με πνίγει.
Η προθεσμία μου τελειώνει.
Ποτέ μαζί με την αγάπη όμως..
Πάνω στη πλάτη μου στοιβάζονται οι εποχές.
Τρίζουν τα κόκκαλα μου από την αλλαγή τους.
Και τα βράδια κοιμάμαι πάντα με τον ίδιο αφέντη
μαύρος και αυτός σα θάνατος γλυκός.
Ξεγελά.
Και ονειρεύομαι κάποιον Ορφέα να περάσει ξανά από δω
για μένα αυτή τη φορά..
Πως σπάει αυτός ο κύκλος;
Φοβάμαι την άνοιξη να αγγίξω τα λουλούδια
κουβαλώ τη μυρωδιά τους τον επόμενο χειμώνα
στα μαύρα μου δώματα.. και είναι άδικο.
Και τι είναι δίκαιο.
Και η μάνα μου περιμένει στο πρώτο μπουμπούκι να με δει.
Πάντα μαυροφορεμένη.
Εκείνη θάβει τους νεκρούς μου.
Εγώ δε προλαβαίνω.
Τελειώνει η προθεσμία μου.
Και όλο λέω δε θα ξανάρθω την επόμενη άνοιξη
δε θα με ξεγελάσουν οι ελπίδες.
Και όλο λέω θα βασιλεύσω όπως μου πρέπει
στα σκοτεινά μου μέρη.
Μα το τραγούδι του έρωτα αντιλαλεί μεθυστικό στις κούφιες μου σπηλιές.
Και όλο ξανάρχομαι για μια ακόμα προθεσμία.
Είμαι η Περσεφόνη! Ε.Τ



-Τάσος Λειβαδίτης, «Γυναίκες»





-Τάσος Λειβαδίτης, «Γυναίκες»
(απόσπασμα από το «Καντάτα 1960»)

“…Φτωχές γυναίκες,
μοδίστρες, δακτυλογράφοι, ασπρορουχούδες,
τίμιες ή σπιτωμένες, ακόμα κι άλλες
εκείνες του σκοινιού και του παλουκιού,
γυναίκες του ανέμου, της βροχής, του κουρνιαχτού,
νιώσαμε το φόβο που κρύβεται καμιά φορά
πίσω από την αγνότητα,
την κούραση πίσω από την καλοσύνη ή την αδιαφορία
πίσω απ’ την υπακοή.
Μα πιο πολύ νιώσαμε την αδυναμία που
κρύβεται πίσω απ’ την κακία.
Συχνά μας άφησαν εκείνοι που αγαπούσαμε
πολλές, πάνω στη τρέλα τους, τους ρίξανε βιτριόλι,
οι πιο πολλές βέβαια κλάψαμε, χτυπηθήκαμε,
μα φροντίσαμε σύντομα να βρούμε έναν άλλον,
γιατί τα χρόνια περνάνε…
Αν μας έβλεπε κανείς το βράδυ, όταν μένουμε μονάχες
και βγάζουμε τις φουρκέτες, τις ζαρτιέρες, και κρεμάμε
στην κρεμάστρα το πανωφόρι κι αυτήν τη βαμμένη μάσκα
που μας φόρεσαν, εδώ και αιώνες τώρα, οι άντρες
για να τους αρέσουμε –
αν μας έβλεπαν, θα τρόμαζαν μπροστά σε τούτο
το γυμνό, κουρασμένο πρόσωπο.
Αχ, γυναίκες έρημες,
κανείς δεν έμαθε ποτέ πόση αγωνία κρύβεται πίσω απ’
τη λαγνεία, ή την υστεροβουλία μας.
Και πάντα γυρεύαμε το καλύτερο….
Συχνά καταφύγαμε και στις χαρτορίχτρες,
τρέχουμε στα μέντιουμ να μάθουμε- τι να μάθουμε;
Διαβάζουμε καθημερινά το ωροσκόπιο στις εφημερίδες,
πηγαίνουμε σε διάφορους ύποπτους αστρολόγους…
λοιπόν πού πάμε; Από πού ερχόμαστε; Τι ψάχνουμε
παλεύοντας αιώνια με τα έξω και τα μέσα μας στοιχεία;
Ερχόμαστε απ’ το φόβο και το φόνο, απ’ το αίμα και
την επανάληψη. Ερχόμαστε απ’ την παλαιολιθική αρπαγή-
κι αρχίζουμε την ανθρώπινη φιλία.
Τέλος, ύστερα από πολλά, παντρευόμαστε,
κάνουμε κάμποσες εκτρώσεις, αρκετά παιδιά,
ύστερα έρχεται η κλιμακτήριος, οι μικρονευρασθένειες,
κι ύστερα τίποτα. Όλα καταλαγιάζουν μέσα μας.
Κι επιθυμίες κι αναμνήσεις- αχ περνάει
γρήγορα η ζωή, ούτε το καταλαβαίνεις.
Τα παιδιά ζούνε σ’ ένα δικό τους κόσμο, δε μας ξέρουν
παρά μονάχα σα μητέρες, δεν μπόρεσαν να μας δουν
ποτέ λίγο κι εμάς σαν ανθρώπους-
με τις μικρότητες ή τις παραφορές τους.
Έτσι ζήσαμε. Αγνοημένες και μονάχες μέσα
στο εσωτερικό μας πάθος,
αγνοημένες κι έρημες μέσα στην ιερότητα
της μητρότητάς μας…”
(Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, τ. 1, Κέδρος)

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

Τίτος Πατρίκιος, Τα αντικλείδια



Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν' ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.

Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή

Η ΑΒΑΣΤΑΧΤΗ ΕΛΑΦΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΥΛΗΣ




Δε φτάνει που ήσουν από μόνη σου τόσο βαριά
έπρεπε να κουβαλώ και όλη αυτήν την ύλη
σα δεμένα άδεια τενεκεδάκια σε μια φουριόζικα  μηχανή.
Κουφός θόρυβος που σε ξεκουφαίνει.
Και όταν οι ώρες περνούν από πάνω μου σαν οδοστρωτήρες
κρατιέμαι από μπρίκια και κατσαρολικά σα τη μεγαλοκυρία του Σεληνόφωτος..
Αγγίζω τα μοσχομύριστα σεντόνια της μαμάς
τα πλεγμένα με κόπο πετσετάκια της γιαγιάς
και είναι όλοι εκεί μαζεμένοι πάλι στο σαλόνι μου.
Και σε κάθε φυγή κουβαλώ και κείνο ακόμα το αναλώσιμο αποσμητικό χώρου.
 Ξεθύμανε το άρωμα του μα δε λέω να το πετάξω.
Διπλώνω ξεδιπλώνω τις πετσέτες να νιώσουν άνετα και αυτές.
Και οι κορνίζες πάντα μια άλλη θέα αντικρίζουν
μα δε με κατηγορούν.
Όχι σαν εσένα που βαρέθηκες στη θέα μου.
Δε φτάνει που ήσουν τόσο βαριά μοναξιά από μόνη σου
έπρεπε να φορτωθώ και όλα αυτά τα βιβλία.
Γνώση που ταξιδεύει και γίνεται σοφότερη παραμένοντας στη σκόνη
Η σε κάποια κούτα κλειστή.
Έχω γεμίσει στυλό  σε όλα τα χρώματα στις μολυβοθήκες της ψυχής μου
και μόνο έναν χρησιμοποιώ.. τους άλλους τι τους θέλω;
Μόνο να φορτώνομαι..
Ήμουν τριών χρονών όταν για πρώτη φορά σε αντίκρισα μοναξιά
σε ένα θάλαμο νοσοκομείου φορτώθηκα για πρώτη φορά τη μικρή περιουσία μου
μην την αρπάξουν μεγαλύτερα παιδιά.
Ήταν η εποχή της αθώας κλοπής
τώρα όλοι κλέβουν ύπουλα..
Μόνο να κρεμιέμαι από κάτι…
Και τι σημασία έχει αν οι άνθρωποι εκλείπουν κάποτε.
Πάντα θα υπάρχουν πράματα να κρεμαστείς
ακόμα και αν επιλέξεις να κρεμαστείς από ένα πολύφωτο.
Και την ύστατη στιγμή τα πράματα δε θα σε εγκαταλείψουν..
Ένα σκοινί θα βρεθεί και μία καρέκλα
ένα μαχαίρι
ή  ένα χάπι..
Εκδικούμενα την ασημαντότητα τους
θα εμφανισθούν μια μέρα μπροστά σου σα μοιραία  λύση..
 Ο άνθρωπος λένε είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων.
εγώ λέω  τα πράγματα είναι το μέτρο του ανθρώπου.
Σήμερα που η ποσότητα μας έγινε βάρος
και που ένα όμορφο χρωματιστό χαλί εξ Ανατολάς
σκεπάζει έντεχνα το βρώμικο πάτωμα της ψυχής μου.
Σήμερα που μερικά ψεύτικα λουλούδια στο βάζο ξεγελούν τη μοναξιά..