Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Άνετα δεν ένιωσα ποτέ στη κούνια
μετέωρη έψαχνα κάπου να κρατηθώ και ύστερα ήρθε το κρεβάτι και μεγάλωσα
μικρό ήταν στην αρχή και έπειτα μεγαλύτερο και έπειτα διπλό
ποτέ στα μέτρα μου δεν ήταν… προκρούστεια  κατάσταση.


ΑΒΟΛΑ ΜΕΡΗ


Ποτέ άνετα δεν ένιωσα στο σπίτι
κρύο βαρύ και μόνο σαν εμάς… Μία μικρή γωνιά έψαχνα να κρυφτώ.
Καινούργια μέλη έρχονταν και έπειτα πάλι έφευγαν
σαν εποχιακή ανακαίνιση. Κρύο και μεγάλο έμενε
περίσσευα πάλι ή δε χωρούσα.

Άβολα ήταν πάντα στις παρέες
ήθελα πάντα κάτι να πω μα σώπαινα στο τέλος.
Και στο σχολειό και στη δουλειά ακόμα
πάντα μια αγωνία ένας χαμένος κόπος
με έβρισκα όταν στο σπίτι πίσω πάλι άβολα γυρνούσα.

Άβολα μες τις αγκαλιές που πίστευα δικές μου
γυρνούσα μα ανάπαυση δεν έβρισκε ο λόγος μου και
αγωνίες την καρδιά την έβρισκαν μεγάλες
δεν είναι ο έρωτας για να κρυφτείς το μέρος το πιο βολικό.

Και μόνο κάθε Κυριακή έξω απ της εκκλησιάς την πόρτα
να επιστρέφω «σπίτι» νιώθω στο σώμα το αρχικό
χαμένο μέλος και όλοι οι ¨Άγιοι φίλοι μου και ο Θεός γονιός μου
και οι Άγγελοι τα αδέλφια μου.

Και μόνο κάτω απ τις πολύχρονες κουβέρτες μου
όταν η μέρα πια σωπάσει όπου και να βρεθώ
σε βολικό ή άβολο μέρος παρέα με τα όνειρα μου
χάνομαι σε ένα ταξίδι ακριβό για τη φτωχή πραγματικότητα.

Όλα τα εφήμερα χαμογελούν αμήχανα και άβολα
κοιτάζουν την απεραντοσύνη πίσω μου γιατί να συγκριθούν
δε θα μπορούν ποτέ με τη θαλπωρή του απείρου.
Μονάχα μες τα όνειρα μου στου ύπνου τη γαλήνη
Μονάχα κάθε Κυριακή που βάζω τα καλά μου

χαίρομαι που επιτέλους με καλούν σε μια γιορτή μόνο προς τιμήν μου…