Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

ΜΙΚΡΕΣ ΟΥ-ΤΟΠΙΕΣ




Οι νύχτες σε διαδέχονται περνώντας πάνω από το τελευταίο σώμα σου. Αυτό που άπλωσες να στεγνώσει στη φεγγαράδα του μπαλκονιού σου..  Αφελέστατα και ως συνήθως, επιπόλαια μπέρδεψες τις ακτίνες των ουρανίων σωμάτων. Για το «στέγνωμα» και το «άδειασμα»  εκλήθη ο ήλιος και μόνο.
Μην εκφράσεις την ουτοπία σου.. Μη μιλήσεις γι αυτήν. Κάποια καινούργια «ιδεολογία» θα την ανακαλύψει και θα σου την προδώσει. Γιατί χωρίς προφυλάξεις δίνονται κάθε βράδυ τα μπαγιάτικα πιστεύω μας στο ψέμα της ελεημοσύνης . Πόσοι δούλοι θα γεννηθούν ακόμα;
Πως γυρνά κανείς σπίτι του όταν έχει χάσει το δρόμο; Λες γι αυτό ανακαλύφθηκαν τα παγκάκια;  Ξεχειμωνιάζουμε τα όνειρα μας και στωικά περιμένουμε να τα βγάλουμε βόλτα ακόμα ένα βιαστικό καλοκαίρι. Στη θάλασσα.. Το μόνο τελευταίο αληθές τοπίο του κόσμου χωρίς αρχή και τέλος. Πάντα αχαρτογράφητη στα μάτια μας..

Ένα κοχύλι η ζωή που ξέθαψες κατά λάθος  παίζοντας με την άμμο. Το φέρνεις κοντά στο αυτί σου και φαντασιώνεσαι ότι ακούς τα κύματα. Μα αυτά έχουν σκάσει ήδη πάνω σου. Νύχτωσε και πάλι..αιώνες τώρα η μέρα προετοιμάζει το φόρεμα της νύχτας με ένα σωρό ψευτιές.

Και η φυγή σου ένα εκτροχιασμένο τραίνο.  Άκυρο εισιτήριο.  Πλοίο που αποσύρεται. Ακόμα μια βαλίτσα που περιμένει σε μια σκοτεινή γωνιά. Μη την ανοίξεις! Η φυγή δε παίρνει τίποτα μόνο φέρνει.. Και η μνήμη μια βαλίτσα σιωπηλή σε μια γωνιά του δωματίου. Μη την ανοίξεις! Θα πετάξουν πουλιά!
Και ερχόταν το πρωινό μας κάθε φορά σα δήμιος, που μετρούσε τις ώρες μου ζητώντας να του εκπληρώσω μια τελευταία επιθυμία μου. Μα εγώ ποτέ δε προλαβαίνω. Δεν εκπληρώνεται η ζωή σε λίγες ώρες. Μονάχα αναπληρώνεται.
 Μεγάλα λόγια που μίκρυναν τις καρδιές μας μετά τη διάψευση τους,  σας τρέμω! Τι όμορφο το τραγούδι σας τι σαγηνευτικό τι απαλά που θρονιάζεται στα σκληρά μας ώτα. Με τι μαεστρία γλιστράει μετά σαν ιός θανατηφόρος στα καρδιακά μας αγγεία..
Η ζωή μου είναι αλλού, εγώ εδώ και στέλνουμε συχνά χαιρετίσματα η μία στην άλλη! Σε ένα παράλληλο σύμπαν ξέρω πως αγνοώ εντελώς την αδιάφορη ύπαρξη μου και συνεχίζω απ’ το μηδέν. Όλο το μυστικό είναι το μηδέν. Να μηδενίζεις το κοντέρ.. Που πάμε με τόσες άχρηστες αποσκευές στο νου μας!
Όλοι διψάσαμε στη ζωή μας για αλήθεια, αν όμως μας τη χάριζαν σε μία νύχτα θα κατέρρεε το Σύμπαν μας και το ταξίδι μας θα έμενε στη μέση..Η αλήθεια πρέπει να δίδεται σε μικρές δόσεις..Αργά και σταθερά να δηλητηριάζει τα κύτταρα της παραπλάνησης μας. Ανακατεύω ξανά τη τράπουλα και πέφτω πάλι στο ίδιο φύλλο. Όλα τα καινούργια πράματα μοιάζουν μεταξύ τους μα ξεγελά η ομορφιά τους. Και μόνο σα παλιώσουν ανακαλύπτουμε τις διαφορές..Μα τότε είναι αργά γιατί παλιώνουμε και μεις..Αποσυρόμαστε.

Όχι δε γράφω στίχους.
Ταξινομώ τους ήχους. Από μέσα προς τα έξω.

Δεν κατοικούν πάνω στο ροζ συννεφάκι μόνο οι ονειροπαρμένοι μα και εκείνοι που ξέρουν τι θα πατήσουν μόλις πατήσουν στεριά.. Όχι ευχαριστώ! Δε θα πάρω!

Επαγγελματίες ακροβάτες. Κρεμόμαστε από ετοιμόρροπες ελπίδες και πατάμε σε σάπιες υποσχέσεις μα το χειροκρότημα γλυκαίνει τον καημό μας και έτσι αναβάλλουμε ακόμα μια φορά να αποσυρθούμε.
Ποια παλιά κατάρα λίγο πριν σβήσει με έχει δέσει με το ανεκπλήρωτο;
Προς τους απανταχού ρομαντικούς: Μας άλλαξαν το χρώμα..το Ροζ μάτωσε..

Μεγάλωσα θα πει: Να ζεις σε μια διαρκής ψύχωση, δικιά σου ή των άλλων. Επιφάνεια Επιφάνεια πόσο με πνίγεις!

Τώρα που πήραμε μια λάθος ζωή δε μένει παρά να ελπίζουμε σε έναν σωστό θάνατο..
Τι ειρωνεία όμως..πάντα οσμίζεσαι το λάθος μα ποτέ το σωστό.  Υποψιάζομαι μάλιστα ότι ούτε καν υπάρχει.
Ήμαστε όλοι λαθραίοι. Στις ζωές μας.. Αφύλακτα πάντα τα σύνορα του νου μας..

Άπλωσες τα χέρια και ήταν σαν να άπλωσε το ουράνιο τόξο τα χρώματα του στη νύχτα. Και μετά ήρθε πάλι το φως να εξαφανίσει τα ίχνη σου.

Οι αντιεξουσιαστές λένε ήμαστε όλοι μετανάστες. Αναρωτιέμαι..από τη πραγματικότητα στο όνειρο ή  και αντίστροφα;
Κάθε μέρα που στριμώχνεσαι στο μικρό μου Σύμπαν αυτό διαστέλλεται.. Να πως ξεχειλώνει ένα όνειρο.
      
Αγαπώ όλους τους σταθμούς.. όλους τους σταθμούς όπου συναθροίζονται άνθρωποι για να έρθουν ή να φύγουν..αγαπώ όλους τους σταθμούς όπου ενώνονται ή χωρίζουν οι άνθρωποι..είναι εκείνα τα μέρη τα μοναδικά στα οποία οι καρδιές χτυπούν πιο δυνατά..αγαπώ τη συσσωρευμένη αγωνία ..τον ήχο μιας βαλίτσας που σέρνεται..αγαπώ τα μέρη αυτά που πραγματοποιείται μια συνάντηση..για πρώτη..ή για τελευταία φορά..
Αγαπώ τη μυρωδιά της φυγής..τα μαντήλια που βγαίνουν από την τσέπη μα και κείνα που δε τόλμησαν..τα μάτια που δάκρυσαν και κείνα που γύρισαν αλλού για να μη δακρύσουν..
Αγαπώ τους σταθμούς..γιατί δεν είναι ποτέ ίδιοι..

   Οι ήσυχες απαλές νύχτες βαραίνουν πάνω μας σαν μια προσταγή της μοίρας ότι κάτι δε ζήσαμε… και τελικά χάνονται και αυτές μέσα στην απραξία .
  Η δροσιά του πρωινού μας ξεγελά για την υπόλοιπη μέρα. Η δροσιά του έρωτα για την υπόλοιπη ζωή.

Έρωτας είναι όλο αυτό το ακατανόητο σμίξιμο ενεργειών, όταν η δική σου ενέργεια περνά μέσα από τη δική μου και συσπάται, έτοιμη να γεννήσει ένα Σύμπαν και γαληνεύει σα τη θέα ενός άστρου το βράδυ που σ’ αποκοιμίζει..Και ανταριάζει σα το καλοκαιρινό ουρανό και πάντα σε ταράζει αυτή η αντάρα και ας ξέρεις πως κρατά τόσο λίγο.Πρέπει να ήρθαμε από τα άστρα, σκέφτομαι. Δεν εξηγείται που κάθε φορά που πάω να σκεφτώ ή να εκφέρω τη λέξη Έρωτας φαντάζομαι γαλαξίες να χορεύουν στα μάτια σου..

Πως μπορώ να πω ότι άργησες στο ραντεβού μας
ότι βιάστηκα εγώ
αφού ποτέ δεν ορίσαμε την ώρα το τόπο και το πώς..
«Λάθος timing” βαφτίσαμε τη δειλία μας..

Είναι φορές που νιώθω σα μικρή πινέζα...με ένα τόσο δα κεφαλάκι, να το πιέζουν από πέντε μεριές πέντε δάχτυλα, να το χώσουν στο τοίχο της ομοιομορφίας..Να μη ξεχωρίζει τίποτα.. Καθε μέρα μας προδίδουν.. Σαν Εργαζόμενους, σαν Πολίτες, σαν Εραστές, σαν Φίλους, σαν Ανθρώπους...

Και περιμένω στην άμμο να με ανακαλύψουν δύο παιδικά χεράκια...

Μια Κυριακάτικη λειτουργία σε ένα άσπρο ξωκκλήσι του Αιγαίου, κάτω από το πρωινό καλοκαιρινό ήλιο, με την ατμόσφαιρα να μυρίζει θυμίαμα, με την ατμόσφαιρα να θυμίζει ποίημα του Ελύτη είναι, αν υπάρχει τελικά, ο ορισμός της ευτυχίας, η ενσάρκωση κάθε ποιητικής ουτοπίας...

Ε.Τ

ΜΑΣ ΔΙΑΦΕΥΓΕΙ.... ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ





ΠΩΣ ΖΟΥΜΕ ΜΥΘΙΚΑ ΜΑΣ ΔΙΑΦΕΥΓΕΙ
Πως ζούμε μυθικά μας διαφεύγει.
Πως ο ζητιάνος στη γωνιά είναι βασιλιάς μας διαφεύγει.
Πως ίσως κιόλας είμαστε γουρούνια μες στης Κίρκης το μαντρί μας διαφεύγει.
Πως ίσως τούτη η πόλη μας χωνεύει επειδή είναι της Χάρυβδης στομάχι αυτό μας διαφεύγει.
Πως το πλυντήριο ρούχων είναι ο μονόφθαλμος Πολύφημος που βάλαμε στη δούλεψη αυτό μας
διαφεύγει.
Πως ο σκαφέας που μουγγρίζει σκάβοντας τα χώματα είναι δράκοντας αυτό μας διαφεύγει.
Πως η οχιά μέσα στα χόρτα ή μες στις πέτρες είναι η λυγερή σαΐτα του Απόλλωνα που ψάχνει για
τη φτέρνα μας αυτό μας διαφεύγει.
Πως κάθε μηχανάκι είναι η σιδερένια ενσάρκωση εκείνου του Χρυσόμαλλου Κριού μας διαφεύγει.
Πως το λιμάνι είναι το πέτρινο μαντρί των καραβιών μας διαφεύγει.
Πως όλα τα καράβια σέρνουν μια λευκόμαλλη δορά μας διαφεύγει.
Πως όλα τα καράβια προσπαθούν να αντιγράψουν τη χρυσόμαλλη δορά του Γαλαξία πάνω στα
νερά μας διαφεύγει.
Πως το νερό είναι μαχαίρι που μας γδέρνει κατεβάζοντας την άσπρη, τη σγουρή, την πολυόμματη
δορά της σαπουνάδας απ' το σώμα μας αυτό μας διαφεύγει.
Πως οι πετσέτες μες στο μπάνιο μας δεν είναι ούτε μούσκλα γύρω απ' την πηγή ούτε και είναι
τα εφτά πέπλα της Άσθαρ αλλά είναι του καθρέφτη οι εφτά δορές μας διαφεύγει.
Πως η κυρία που έρχεται στο πάρκο με τα τρία της σκυλιά κάθε απόγευμα
είναι η Περσεφόνη με τον Κέρβερο αυτό μας διαφεύγει.
Πως ήδη έχουμε θαφτεί μας διαφεύγει·
μας διαφεύγει πως ο Ήλιος που ακουμπά το δειλινό εκεί στο λόφο είν' ο φύλακας του τάφου μας,
μια σφίγγα, ένας λέων
με πρόσωπο καθρέφτη και με χαίτη αχτίδες.
Μας διαφεύγει που η Σελήνη είναι η χαμένη μας εντάφια προσωπίδα καθώς φλόγινη σα λιόντισσα
προβαίνει με ησυχία θανατερή μες απ' τη λόχμη.
Πως ζούμε πλήρως μυθικά μας διαφεύγει.
Πως το μολύβι που κρατούμε μπορεί να 'ναι το σουβλί που τύφλωσε τον Κύκλωπα αυτό μας διαφεύγει.
Πως οι μνηστήρες είν' εδώ και τρώνε και γλεντούν το βιός του Οδυσσέα μας διαφεύγει.
Πως σαν τον Οδυσσέα ο ποιητής είν' ένας ξένος μες στο ίδιο του το σπίτι αυτό μας διαφεύγει.
Πως ήδη των μνηστήρων οι ψυχές αποκολλιούνται απ' τη σπηλιά του ουρανού και κατεβαίνουν
τρίζοντας στον Άδη αυτό μας διαφεύγει.
Πως ο Έρμης χωρίς κακία τις οδηγεί μες απ' τους δρόμους τους υγρούς προς το σκοτάδι αυτό μας διαφεύγει.
Πως ζούμε μυθικά μας διαφεύγει.
Πως είμαστε σκιές και τριγυρνάμε έξω από του χρόνου τον καθρέφτη αυτό μας διαφεύγει.Γ.ΥΦΑΝΤΗΣ