Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Σα δυνατό αφροδισιακό μας ποτίζουν τη νοσταλγία τα χρόνια των γηρατειών.
Και εμένα ο νους μου σα μηχανή του χρόνου που αντί να γυρνά προς τα πίσω
καλπάζει προς τα χρόνια που θα προσπεράσουν, ζητά να τη νιώσει πρόωρα.
Φωτογραφίες στοιβάζονται σε άλμπουμ, σε κορνίζες, σε συρτάρια
η μόνη μου απόδειξη πως κάποτε υπήρξε παρελθόν. Και για μας που παρασιτούμε το μέλλον.
Η στιγμή αυτόνομη ξεφεύγει από την υποψία ότι ίσως και να σου άνηκε..

Η οικογένεια μου. Το ρούχο που φορώ.. Με καίει μα γυμνή πώς να περπατήσω κάτω
από τον αδυσώπητο ήλιο του κόσμου;
Η μαμά, ναυαγισμένη φιγούρα.. ο μπαμπάς, σκουριασμένη άγκυρα δεμένη στο ναυάγιο.
Η αδελφή μου, ο ομφάλιος λώρος μου.
Το σπίτι μας.. η πιο λυπημένη κατοικία. Το βασίλειο της νοσταλγίας.
Εμείς οι τέσσερις..Μόνο εμείς οι τέσσερις να ήμασταν και πάλι μαζί
και ας ζούσε ο καθένας στο δικό του κόσμο.
Κλαίω για όλους. Κλαίω και για αυτούς. Αγγίξαμε λίγο το φόρεμα της ευτυχίας
μα δε το φορέσαμε ποτέ. Πάντα ελπίζαμε σε καλύτερες μέρες… Πάντα..
Μα εκείνες σαν οδοστρωτήρες μας πέρασαν-όχι μας προσπέρασαν- μας πέρασαν
αόρατες μές στη στιγμή..
Λιωμένες φιγούρες στην άσφαλτο ενώνουμε τα χέρια μας να γίνουμε πάλι ένα..

Και τι είναι αυτό που με λυπεί; Δε χορτάσαμε πραμάτειες σαν έμποροι της εποχής;
Δε γελάσαμε σε κηδείες δε κλάψαμε σε γάμους;
Δε γεμίσαμε πτυχία ,φίλους, έρωτες και θανάτους;
Σε τι μείναμε πίσω;
Συγχώρα με, Θεέ μου, που η πιο φοβερή αμαρτία μου μέχρι τώρα
στάθηκε αυτή: να μη βιώνω τη χαρά, την απλούστατη χαρά, στο παρόν.
Στη στιγμή που τα σβήνει όλα, τα σαρώνει και τα αποτυπώνει στο φόρεμα του χρόνου.
Και ξέρω πως η μόνη μου παρακαταθήκη στους απογόνους μου θα είναι αυτή.
Μα είναι πάντα καταδικασμένη από τη νεότητα να μη λογαριάζεται.
Βιαζόμαστε να μεγαλώσουμε, να πετάξουμε μακριά από τις ταυτότητες μας.
Και έρχεται ένα πρωί που τσακισμένοι σε ένα ξένο δέντρο

περιμένουμε ένα διαβατάρικο πουλί να μας γυρίσει σπίτι..