Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

ΜΟΝΑΞΙΑ..ΜΙΚΡΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

   





                                                                   -1-
Κάθε Κυριακή η ίδια διαδικασία. Έτρεχε ως το παράθυρο  τραβούσε τη κουρτίνα και περίμενε. Μετά την έκλεινε απότομα και πήγαινε ως τον καθρέπτη να μαζέψει με τις φουρκέτες της τις τελευταίες ατίθασες τρίχες των μαλλιών της..Ίσιωνε το καλοσιδερωμένο φόρεμα, έριχνε μια βιαστική ματιά στο φαγητό που ψηνόταν και καθόταν στη πολυθρόνα της.. Και έτσι περνούσε η ώρα και δεν ερχόταν κανείς.. Από το βάθος του χωλ ακουγόταν μία απόκοσμη μα και οικεία φωνή «Δε θα ρθουν κυρά-Μαρία, άδικα περιμένεις και σήμερα». Τότε έτρεχε βιαστικά, έπαιρνε τη κορνίζα Εκείνου στα χέρια της και μάλωνε μαζί του: « Εσύ δεν έχεις δικαίωμα να μιλάς.. Αυτό δα μας έλειπε να έχουν λόγο και άποψη και οι πεθαμένοι που βιάστηκαν να φύγουν πρόωρα. Θα έχουν δουλειές δεν είναι σαν και σένα αργόσχολοι στους αιώνες.» και την  άφηνε κάτω αναποδογυρισμένη. «Θα έχουν δουλειές..μα δεν υπάρχει αμφιβολία πως θα ρθουν την επόμενη Κυριακή..

Τα Σαββατοκύριακα ο κυρ-Παναγιώτης απέφευγε να πάει στο καφενείο. Και αν πήγαινε καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα.  Και αν έρθουν και δε με βρουν σκεφτόταν.. «Πάλι αφήνεις τη παρτίδα σου μισή» του έλεγαν οι φίλοι, ενώ εκείνος είχε κολλήσει να κοιτά έξω από το θολό τζάμι του μικρού καφενείου. «Μήπως είδατε να περνάει μία μαύρη BMV;¨» ρωτούσε όλο αγωνία. «Όχι, γιατί περιμένεις μουσαφίρηδες  από τον ¨Αγιο Πέτρο;» τον πείραζαν οι υπόλοιποι. Φορούσε το σακάκι του βιαστικά και έτρεχε να προλάβει το μοναδικό ζαχαροπλαστείο που ήταν ανοιχτό Κυριακή μεσημέρι. Με μια κούτα γλυκά, μια τελευταία παγωμένη ελπίδα, με μια θολή ματιά γύριζε σπίτι. Στο ίδιο σημείο την ίδια ώρα συναντούσε το βλέμμα της κυρά-Μαρίας απέναντι πίσω από τη δισταχτική κουρτίνα. Αμέσως απόστρεφαν τα βλέμματα..  Τα βλέμματα που πρόδιδαν ότι ξεγελούσαν ακόμα μία φορά τον εαυτό  τους .
Γιατί εκείνοι δεν ήρθαν ποτέ..

                                           2
Στους σταθμούς της φυγής μας, συναντά κανείς παράξενους ανθρώπους, τόσο διαφορετικούς από σένα και άλλο τόσο οικείους.. Αρχέτυπα των μεγάλων μας προσδοκιών, των χαμένων μας ονείρων.
Για χρόνια αρκετά, όπως έμαθα αργότερα από μια υπάλληλο του αεροδρομίου, εκείνος ο θλιμμένος άντρας, μιας απροσδιόριστης ηλικίας λες και η αναμονή έβαζε σε stand-by  τη φθορά του χρόνου, περίμενε κάθε μέρα την ίδια ώρα με μια ανθοδέσμη με τα ίδια ακριβώς λουλούδια σε ένα κάθισμα της αίθουσας αναμονής τη γυναίκα της ζωής του. Άνοιγε τα μάτια του διάπλατα την ώρα που ανοίγαν οι πόρτες σε εκείνο το σημείο που συνωστίζονταν οι συγγενείς και οι φίλοι των αφιχθέντων, με ένα στιγμιαίο πετάρισμα ευτυχίας κάθε φορά που έβλεπε κάποια που της έμοιαζε, με τα χέρια να ιδρώνουν κάθε μέρα το ίδιο στη προσμονή της. Χαιρόταν με τη χαρά των άλλων που αγκαλιάζονταν και αντάλλαζαν φιλιά αγάπης, πόθου, πόνου, στέρησης, συμπάθειας και προδοσίας.. Πίστευε- ή τουλάχιστον έπειθε τον εαυτό του να πιστεύει- πως θα ρθει σύντομα και η σειρά του να νιώσει αυτή τη μοναδική στιγμή στο τέλος ενός ταξιδιού όταν ανακαλύπτεις πως για κάποιον είσαι κει και αυτός για σένα.. Και μετά έσερνε τα βήματα του αργά να γυρίσει σπίτι- αν είχε- με τα πέταλα να σκορπίζουν στους απελπιστικά άδειους διαδρόμους. Και την επόμενη πάλι απ την αρχή στωικά έπλαθε μια νέα ελπίδα…
Για χρόνια αρκετά, όπως διάβασα αργότερα στις σελίδες ενός κιτρινισμένου ημερολογίου σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στο Μοναστηράκι, μία γυναίκα σε ένα άλλο σημείο του πλανήτη, έβγαζε τα βράδια κάτω απ το κρεβάτι της μια έτοιμη βαλίτσα που αποδεικνύονταν δειλή κάθε ξημέρωμα.. Έκλεινε και ακύρωνε εισιτήρια σε ένα φαύλο κύκλο αναβολής που δεν μπορούσε να ξεφύγει.. Κάθε νύχτα έβλεπε το είδωλο της στο καθρέπτη πλημμυρισμένο από ομορφιά που έπρεπε να ξεχυθεί στη συνάντηση του Έρωτα.. Και κάθε πρωινό το έβλεπε πιο γερασμένο από ποτέ. Πάντα μία έκτακτη δήθεν δουλειά, μια υποχρέωση, ένα απροσδόκητο γεγονός, κάποιος που την είχε όπως πίστευε περισσότερο ανάγκη, την κρατούσαν πίσω..
Μία μέρα που έβρεχε απ το πρωί, μια αργία με τον κόσμο κλεισμένο στα σπίτια του έκανε το πρώτο βήμα.. Και ύστερα ακόμα ένα.. Και πέταξε. Και αν δεν έβλεπε απέναντι της ένα μπουκέτο μαργαρίτες παρατημένο σε κάποια θέση σε κάποια αίθουσα αναμονής, δε θα μάθαινε ποτέ πως εκείνος περίμενε για χρόνια..
Και όμως συναντήθηκαν..  Την ώρα της προσγείωσης ένα άλλο αεροπλάνο δίπλα της απογειωνόταν να σκορπίσει τη στάχτη του στους δρόμους του ερχομού της..


                         3
Χάθηκε λένε. Μπορεί να ταν 53 ή 63, τι νόημα έχει. Πάσχει από άνοια. Γι αυτό λένε χάθηκε. Το γεγονός να ήταν ήδη χαμένη από πολύ πριν, παραβλέπεται. Κάπου θα ταξιδεύει.. σε ένα βαγόνι, σε μια καμπίνα, σαν αληθινή κυρία με το εισιτήριο στο χέρι. Ελεύθερη πια χωρίς μνήμες. Βαριά αποσκευή η μνήμη. Θα ανοίγει αργά ένα κουτάκι πορτοκαλάδας σε ένα παγκάκι ενός πάρκου και ο χρόνος θα κυλάει επίσης αργά σα γλυκό ναρκωτικό στο κουρασμένο μυαλό της.
Χάθηκε λένε. Μακάρι να μη τη βρουν ποτέ! Τι ειρωνεία.. Χρόνια τώρα δεν την αναζήτησε κανείς, από τη κουζίνα έως το μπάνιο και από το σαλόνι έως την αυλή.. Τι θέλουν τώρα; Α, βέβαια παρέλειψα να αναφέρω το γεγονός ότι θα δοθεί και αμοιβή. Αμοιβή βεβαίως για να βρεθεί το σώμα. Η ψυχή αποδήμησε νωρίς. Σε κόσμους που δε χάνεσαι ποτέ..

4


Βρίσκεται εδώ γιατί δε ξέρει που αλλού θα ήθελε να ξαναγυρίσει. Εδώ στον Οίκο του Θεού η ύπαρξη της αποκτά το αληθινό της νόημα, γι αυτό ήλθε άλλωστε εδώ μα πόσο έτοιμη ήταν; γιατί νιώθει ακόμα χαμένη; Ναι, χαμένη για τον κόσμο, για τους δικούς της, για κείνον... Έπαψε να υφίσταται η γυναίκα, η αμαρτωλή γυναίκα, η πληγωμένη αμαρτωλή γυναίκα... Έπαψε τόσο πολύ και τόσα πολλά και αφέθηκε γλυκά στην αρχή και με ανακούφιση, και αργότερα παθητικά στην γαλήνια ατμόσφαιρα του μοναστηριού, που λησμόνησε στο τέλος τι έψαχνε. Δεν έχουν πολλοί άνθρωποι το προνόμιο να επιλέγουν τη μοναξιά τους.Η μοναξιά επιλέγει σα κακομαθημένο κοριτσόπουλο.  Μα εκείνη την επέλεξε, γιατί το μαχαίρι που βρήκε να κόψει το μήλο έκοψε το λαιμό της. Η χάρη που δίδεται για αυτό το μονοπάτι έγινε γι αυτήν εκούσια τιμωρία. Φορές ένιωθε πως εκμεταλλευόταν την αγάπη των μοναχών και τη μακροθυμία του Κυρίου, απλώς και μόνο για να προστατευθεί από τη θορυβώδη μοναξιά του κόσμου και θέλωντας να εξαφανίσει τα ίχνη της από το πολυτάραχο πέρασμα της... Μα ήταν πιο μόνη από ποτέ. Τα πουλιά συνωστίζονταν κάθε μέρα στο μικρό περβάζι του κελιού της και ο κήπος της ήταν πιο ολάνθιστος από ποτέ. Μα όταν νιώθεις πως η άνοιξη δε σου αξίζει, σα σύννεφο παρείσακτο μέσα στο καταγάλανο ουρανό, σε πνίγει αυτή η ήρεμη καταλλαγή των πάντων. Σαν να σου δόθηκε άδικα άφεση αμαρτιών. Σαν να τους ξεγέλασες όλους. Και αυτή, πιστέψτε με, είναι η χειρότερη τιμωρία. Εκείνος, άλλωστε θα την θεωρεί ήδη νεκρή. Και ποια η διαφορά άλλωστε;
- Αδελφή Κασσάνδρα δε σας είδα απόψε στον εσπερινό, διέκοψε ξαφνικά τους ατελειώτους συλλογισμούς της η Ηγουμένη.
- Ω... ναι... Συγχωρέστε με μα δεν ένιωθα και τόσο καλά. η Ηγουμένη κάθισε δίπλα της και της χάιδεψε απαλά τα μακριά μαλλιά της.
- Παιδί μου, δε πάμε στη προσευχή ωσάν να πηγαίναμε στα κέντρα διασκέδασης, ανάλογα με την εύθυμη διάθεση. Άλλωστε η προσευχή βοηθάει πρωταρχικά στο να βρούμε αυτή τη διάθεση και ποτέ σα προυπόθεση να την έχουμε.
- Δεν υπάρχει πια για μένα ουτε καν διάθεση παρηγοριάς... Είμα βαριά άρρωστη πλεόν. Παραμένω ακόμα εδώ γιατί είναι το τελευταίο καταφύγιο των πονεμένων και μετά από δω δεν υπάρχει καμιά επιλογή παρά μόνο... το αναπόφευκτο.
-Χριστέ μου! Τι κουβέντες ξεστομίζουν τα χείλη σου! Είπαμε πως εκείνα τα αφήσαμε πίσω.
- Ναι, απάντησε πικρά η Κασσάνδρα, μα δυστυχώς έσυρα μπροστά το νεκρό κουφάρι του εαυτού μου χωρίς καν αυτή τη βαριά κληρονομιά. Όσο πονούσα μέσα στο κόσμο, όσο με πλήγωναν, όσο κρατούσε η αγωνία μου ένιωθα ζωντανή Ηγουμένη μου, δε το καταλαβαίνετε; Όλη όμως αυτή η νάρκωση, η γλυκιά νάρκωση της αγάπη σας και η βασανιστική νοσταλγία της περασμένης μου ζωής αντί να με γιάνει μου κλήροδότησε ένα νέο είδος μοναξιάς. Αυτής του να ξαναγεννιέσαι από την αρχή, στον ίδιο κόσμο με πριν, κάτι σαν ένα είδος μετενσάρκωσης, και ενώ κανείς δε σε θυμάται και δε σε ξέρει και έρχεσαι σα ξένος ανάμεσα σε ξένους, εσύ τα θυμάσαι όλα. Ως και το όνομα μου άλλαξα, ήθελα αυτό της θλιμμένης Πριγκήπισσας που έβλεπε το μέλλον χωρίς να μπορεί να το αλλάξει, και πλέον κανείς μα κανέις εκτός από σας δε με ξέρει. Κανείς δε ξέρει τη γυναίκα που είμαι και δε μοιάζει σε τίποτα με αυτήν που ήμουν. Μα ούτε εκεί μπορώ να ξαναγυρίσω. Είναι αδύνατον να πεθάνω ξανά όντας νεκρή και αδύνατον να ζήσω από δωκαι πέρα όντας ξένη, μόνη και με τόσα φορτία μνήμης...
Ένα θλιμμένο σύννεφο πέρασε από τα καθάρια μάτια της Ηγουμένης. Ολόκληρος ο παράδεισος που πίστευε ότι προσφερόταν σε αυτήν και στις μοναχές της τόσα χρόνια γκεμίστηκε μπροστά στην ομολογία αυτής της πονεμένης γυναίκας. Δε μπορούσε να κάνει τίποτα περισσότερο εκτός από αυτό που ήταν προορισμένη να κάνει. Να προσεύχεται. Μα και αυτό σήμερα της φάνηκε αδύνατον και κοπιαστικό. Σωπαίνοντας θλιμμένα σηκώθηκε αργά φίλησε στο μέτωπο τη Κασσάνδρα και αποχώρησε στα ιδιαίτερα της, ξεχνώντας εκείνο το δειλινό, ηθελημένα ή μη ποτέ δε θα μάθουμε, τη θύρα του μοναστηριού ανοιχτή... Το πρωί μία μοναχή δε παραβρέθηκε στον όρθρο, δε βρέθηκε στο κελί της και δεν την ξαναείδε κανείς...

5.
Το καμαρίνι



Τα κανάλια άλλαζαν και τα τσιγάρα έσβηναν το ένα μετά το άλλο. Τα μάτια του ψαχούλευαν το κενό, το τρυπούσαν κυριολεκτικά. ΜΟΝΟΣ και από Θεούς και δαίμονες.
Μόνος… Μια λέξη που ήταν γραμμένη στο μυαλό του με διάφανο στυλό. Αόρατη απ όλους έτσι όπως ήταν και αυτός. Φίλους δεν είχε και οι συγγενείς του τον απέφευγαν, οι γονείς του τον υποβίβαζαν συνέχεια και οι γνωστοί ρεμάλι το ανέβαζαν χαμένο κορμί τον κατέβαζαν.
Μόνο εκείνη. Εκείνη ηρεμούσε το ταραγμένο του μυαλό και στεκόταν δίπλα του σαν πιστή Πηνελόπη ακόμα και τις ώρες που χανόταν και την «σκότωνε» με προσβολές και ανόητα παραληρήματα. Όμως τώρα όλα αυτά τελείωσαν. Έφυγε και κείνη. Πάγωσε το κορμί της και δε του μιλάει πια. Ίσως αν είχε πεθάνει να ήταν πιο ανεκτή αυτή η συμφορά. Τώρα σώπασαν όλα γύρω του και όμως εκείνη είναι κάπου εκεί κοντά και αναπνέει όπως πριν, γελάει, περνάει τη μέρα της και το αγαπημένο κορμί της δε του ανήκει πια.

Τίποτα δε του ανήκει πια. Ούτε η ζωή του ούτε ο θάνατος του που δεν έχει κουράγιο ούτε να τον προκαλέσει. Τα ερείπια η μόνη του κληρονομιά. Μα και κείνη ήθελε να τον σώσει, όχι γιατί της άξιζε πια, μα γιατί ήταν κομμάτι πια του εαυτού της. Η μοναξιά του, η βαθιά μοναξιά του ήταν κομμάτι της ζωής της πια, ιερός σκοπός και κρυφό μυστικό από γνωστούς και φίλους.