Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΑΝΗΣΥΧΙΑΣ ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ


ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΑΝΗΣΥΧΙΑΣ ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ
….Δεν είμαι κανένας.. Απολύτως κανένας… Είμαι τα περίχωρα μιας πόλης ανύπαρκτης..
Με τον ίδιο τρόπο που πλένουμε το κορμί μας, θα έπρεπε να πλένουμε και το πεπρωμένο μας, να αλλάζουμε ζωή, όπως αλλάζουμε ρούχα- όχι για λόγους επιβίωσης, όπως κάνουμε όταν τρώμε ή κοιμόμαστε, μα με εκείνο το σεβασμό που έχουμε σαν τρίτοι απέναντι στον εαυτό μας, με αυτό που κατεξοχήν, ονομάζουμε καθαριότητα….

Ζωή είναι να είσαι άλλος….
Αυτό που μας έχει συμβεί, είτε συνέβη σ’ όλον τον κόσμο είτε μόνο σ’ εμάς. Στην πρώτη περίπτωση δεν έχουμε τίποτε το καινούργιο να πούμε, στη δεύτερη κανείς δε μπορεί να καταλάβει..
Ζωή είναι να πλέκεις με το βελονάκι τις προθέσεις των άλλων. Μερικές φορές, και ενώ το πλεκτό προχωράει, η σκέψη μας μένει ελεύθερη,……
Η συνείδηση της μη συνείδησης της ζωής, είναι ο αρχαιότερος φόρος της διάνοιας…
Ξέρει να γράφει αυτός που ξέρει να βλέπει τα όνειρα του με καθαρότητα, ή αυτός που ονειρεύεται τη ζωή, που ξέρει να βλέπει τη ζωή άυλα….
Η δική μου οπτική αφαιρεί πάντοτε από τα πράγματα αυτό που για το όνειρο είναι άχρηστο. Έτσι ζω πάντα μέσα στο όνειρο, ακόμα κι όταν ζω τη ζωή.
Παρακμή είναι η πλήρης απώλεια της ασυνειδησίας, γιατί η ασυνειδησία είναι το θεμέλιο της ζωής. Αν η καρδιά μπορούσε να σκεφτεί θα σταματούσε.

Εγώ ωστόσο, ανήκω στη κατηγορία των ανθρώπων που στέκουν πάντα στο περιθώριο αυτού στο οποίο συμμετέχουν, χωρίς να βλέπουν μόνο το πλήθος του οποίου αποτελούν τμήμα, αλλά και τους μεγάλους κενούς χώρους που μένουν στο πλάι…

Ούτε καν υποκρίθηκα, τον ρόλο μου τον παίξαν άλλοι για λογαριασμό μου. δεν υπήρξα ο ηθοποιός μα οι κινήσεις του.
Η ζωή για μένα είναι ένα πανδοχείο όπου πρέπει να σταθώ  μέχρις ότου έρθει η ταχυδρομική άμαξα για την άβυσσο. Δεν ξέρω που θα με πάει γιατί δεν ξέρω τίποτα. Θα μπορούσα να δω αυτό το πανδοχείο σαν μία φυλακή, γιατί είμαι υποχρεωμένος να περιμένει εκεί μέσα, θα μπορούσα να το θεωρήσω σαν ένα χώρο ευχάριστης κοινωνικής συναναστροφής γιατί εκεί συναντιέμαι με άλλους ανθρώπους. Δεν είμαι ωστόσο ούτε ανυπόμονος ούτε άνθρωπος με γούστα κοινά. Αφήνω αυτούς που κλειδώνονται στο δωμάτιο τους και περιμένουν, ξαπλωμένοι άβουλα, χωρίς να μπορούν να κοιμηθούν, αφήνω αυτούς που κουβεντιάζουν στα σαλόνια απ όπου οι φωνές και κι η μουσική φτάνουν ευχάριστα στ αυτιά μου. …. Για όλους μας θα πέσει η νύχτα και η άμαξα θα φτάσει. ….σελ48

Ζω δηλαδή είμαι άλλος. Αισθάνομαι, δηλαδή αισθάνομαι άλλο απ ότι αισθανόμουν χθες: νιώθω σήμερα ότι και χθες- αυτό δεν είναι δυνατό να σημαίνει νιώθω, σημαίνει θυμάται σήμερα τι είχα νιώσει χθες, είμαι σήμερα το ζωντανό πτώμα αυτού που χθες ήταν η ζωή και που έχει πια χαθεί.

Η αίσθηση ήταν ακριβώς αυτή που έχουμε μπρος σε έναν κοιμισμένο άνθρωπο. Ότι κοιμάται είναι παιδί και πάλι. Ίσως γιατί όταν κοιμόμαστε δεν μπορούμε να κάνουμε κακό, δεν έχουμε συνείδηση της ζωής. Ο μεγαλύτερος εγκληματίας, ο πιο κλεισμένος στον εαυτό του εγωιστής, από μία μαγεία φυσική, είναι ιερός όταν κοιμάται. Ανάμεσα στο να σκοτώσεις ένα παιδί ή έναν άνθρωπο που κοιμάται δε βλέπω μεγάλη διαφορά.
 Κοιμάται γιατί κοιμόμαστε όλοι. Η ζωή ολόκληρη είναι ένα όνειρο. κανείς δε ξέρει τι κάνει, κανείς δεν ξέρει τι θέλει, κάνει δεν ξέρει τι ξέρει. Κοιμόμαστε τη ζωή μας, παιδιά αιώνια του Πεπρωμένου.

Μια φορά ακόμη, ξυπνάει η φυσική μου προσωπικότητα, ορατή και κοινωνική, μεταβιβάσιμη με λόγια που δε σημαίνουν τίποτα και εκτεθειμένη στις κινήσεις των άλλων, ση συνείδηση των άλλων. Για μια φορά ακόμη, είμαι εγώ, έτσι όπως δεν είμαι….

Κάθε πρωινό που ακούω να ανατέλλει, μου μοιάζει, από τούτο το κρεβάτι απ όπου προσπαθώ να το αγνοήσω, σαν την αρχή μιας ημέρας γεμάτης σημαντικά γεγονότα για τη ζωή μου, που δεν έχω το κουράγιο να αντιμετωπίσω. Κάθε μέρα που νιώθω να σηκώνεται από τη σκιερή της κλίνη, ρίχνοντας τα σεντόνια και τα σκεπάσματα της πάνω στους δρόμους και στα σοκάκια, με καλεί σε δίκη. Κρίνομαι σε κάθε καινούργιο σήμερα.

Θέλω να δροσιστώ, να ζήσω, και τείνω το λαιμό μου στη ζωή σαν σε έναν πελώριο ζυγό…

Ποτέ δεν αγαπάμε κανέναν. Αγαπάμε αποκλειστικά την εικόνα που διαμορφώνουμε για κάποιον. Αυτό που αγαπάμε είναι μια δική μας κατασκευή, στην ουσία δεν αγαπάμε παρά τον εαυτό μας.
Η αδυναμία μου να δράσω υπήρξε πάντα για μένα μια ασθένεια που οι αιτίες της ανάγονται στη μεταφυσική. Κάθε πράξη υπήρξε πάντα, για τη δική μου αντίληψη των πραγμάτων, μια ανατροπή της τάξης, μια διάσπαση του εξωτερικού σύμπαντος. Έχω πάντα την αίσθηση ότι ακόμη και η απλή μετακίνηση μου δεν μπορεί να αφήσει τα άστρα ανέπαφα και τους ουρανούς αμετάβλητους.


…βρέθηκα σ αυτόν τον κόσμο κάποια μέρα- δεν ξέρω ποια, μέχρι εκείνη τη μέρα, και προφανώς από τότε που γεννήθηκα, έζησα χωρίς να νοιώθω. Όταν ρωτούσα που βρισκόμουν, όλοι με κορόιδευαν , και μου δίναν αντιφατικές πληροφορίες. Όταν ρώτησα να μου πουν τι κάνω, όλοι με εξαπάτησαν, λέγοντας μου ο καθένας άλλο πράμα. Όταν, μη γνωρίζοντας προς τα πού να προχωρήσω, σταμάτησα στο δρόμο, όλοι παραξενεύτηκαν γιατί δε συνέχιζα ένα δρόμο που κανείς δεν ήξερε προς τα πού οδηγούσε,  ή γιατί δεν γύριζα πίσω- μόνο που εγώ, ξυπνώντας πάνω στο σταυροδρόμι, δεν ήξερα ούτε καν από πού ερχόμουν. Είδα πως βρισκόμουν πάνω σε μια σκηνή χωρίς να γνωρίζω το ρόλο που οι άλλοι, επίσης χωρίς να τον γνωρίζουν, απήγγειλαν στη στιγμή. Είδα πως φορούσα τη στολή του πάγη, κανείς όμως δεν μου έδωσε τη βασίλισσα μου, και με κατηγόρησαν που είμαι χωρίς αυτήν. Είδα πως κρατούσα στα χέρια μου το μήνυμα που έπρεπε να μεταβιβάσω, μα όταν τους είπα πως το χαρτί ήταν λευκό, γέλασαν μαζί μου. κι ακόμη δεν έχω καταλάβει αν γέλασαν επειδή όλα τα χαρτιά είναι λευκά ή επειδή όλα τα μηνύματα μαντεύονται….

Η βία, όποια και να είναι αυτή, ήταν πάντα για μένα μια χονδροειδής εκδοχή της ανθρώπινης βλακείας. Άλλωστε, όλοι οι επαναστάτες είναι ηλίθιοι, όπως, σε μικρότερο βαθμό, καθότι λιγότερο ενοχλητικοί, ηλίθιοι είναι και όλοι οι μεταρρυθμιστές.
Επαναστάτης ή μεταρρυθμιστής, το λάθος είναι το ίδιο. Ανίκανος να κυριαρχήσει ή να μεταρρυθμίσει την ίδια τη στάση του απέναντι στη ζωή, που είναι το παν, είτε το ίδιο του το είναι, που είναι σχεδόν το παν, ο άνθρωπος αναζητεί μια διέξοδο .Κάθε επαναστάτης, κάθε μεταρρυθμιστής είναι ένας δραπέτης. Μάχομαι σημαίνει είμαι ανίκανος να δώσω μάχη εναντίον του εαυτού μου. Μεταρρυθμίζω σημαίνει είμαι ανίκανος να βελτιωθώ, σημαίνει δεν έχω ψυχή για να υπάρχω. Κάθε άνθρωπος που είναι προικισμένος με μια ευαισθησία δίκαιη κι έναν ορθολογισμό, αισθάνεται πως το κακό και η αδικία στον κόσμο τον αφορούν, και επιδιώκει να τα διορθώσει, αρχίζοντας από τα πιο κοντινά: και το πρώτο είναι ο εαυτός του. Αυτό το έργο θα τον απασχολεί όλη τη ζωή του.
Το παν, για μας, έγκειται στην αντίληψή μας για τον κόσμο· αλλάζουμε την αντίληψή μας για τον κόσμο σημαίνει αλλάζουμε τον κόσμο για μας, δηλαδή αλλάζουμε τον κόσμο, εφόσον δεν θα είναι ποτέ για μας παρά μόνο αυτό που είναι για μας. Αυτή η μύχια δικαιοσύνη που μας κάνει να γράφουμε μια καλλιγραφημένη σελίδα, αυτή η αληθινή μεταρρύθμιση με την οποία ξαναφέρνουμε στη ζωή την πεθαμένη ευαισθησία μας — αυτή είναι η αλήθεια, η δική μας αλήθεια, η μοναδική αλήθεια.
Όλος ο υπόλοιπος κόσμος είναι τοπίο, κορνίζα που αξιοποιεί τις αισθήσεις μας, βιβλιοδεσία των σκέψεων μας. Κι αυτό ισχύει, είτε πρόκειται για τα χρωματιστά τοπία των πλασμάτων και των πραγμάτων —αγροί, σπίτια, αφίσες, κοστούμια— είτε πρόκειται για το άχρωμο τοπίο των μονότονων ψυχών, που έρχεται για μια στιγμή στην επιφάνεια με τις παλιές λέξεις και τις φθαρμένες χειρονομίες, για να ξαναβυθιστεί αμέσως στα βάθη της θεμελιώδους ηλιθιότητας της ανθρώπινης έκφρασης.
Προσπαθώντας να αλλάξει τους άλλους και τον εξωτερικό κόσμο.

Υπάρχω χωρίς να το ξέρω και θα πεθάνω χωρίς να το θέλω. Είμαι το μεσοδιάστημα ανάμεσα σ αυτό που είμαι κι αυτό που δεν είμαι, ανάμεσα σ’ αυτό που ονειρεύομαι κι αυτό που η ζωή με κάνει να μια, ο αφηρημένος και σαρκικός μέσος όρος των πραγμάτων που δεν είναι τίποτα, γιατί και γω επίσης δεν είμαι τίποτα….
….τι ανησυχία όταν νιώθω, τι αγωνία όταν σκέφτομαι, τι έλλειψη χρησιμότητας όταν επιθυμώ!!!!
Φοβάμαι πάντα μήπως μιλούν για μένα. Απέτυχα στα πάντα.  Δεν τόλμησα ούτε να σκεφτώ την ύπαρξη μου, ή να σκεφτώ τι θα ήθελα να είμαι, αυτό ούτε καν το ονειρεύτηκα, γιατί μέχρι και στο όνειρο βρέθηκα ακατάλληλος για τη ζωή, ακόμα και σαν οραματιστής ονειροπόλος.

Συνειδητοποιώντας πως κάθε βήμα που έκανα στη ζωή μου ήταν μια επαφή με τη φρίκη του Καινούργιου, πως κάθε καινούργιο άτομο που γνώριζα ήταν ένα νέο, ζωντανό απόσπασμα του Αγνώστου, που κάθε μέρα έβαζα πάνω στο τραπέζι μου, για να το μελετήσω τρομαγμένος- αποφάσισα να απέχω από τα πάντα, να μην αποσκοπώ σε τίποτα, να μειώσω τη δράση στο μίνιμουμ, να κρυφτώ, όσο αυτό μου είναι δυνατό, για να μη βρουν οι άνθρωποι και τα γεγονότα, και να καλλιεργήσω αυτήν την αποχή και να σπρώξω την παραίτηση στα έσχατα άκρα της. Τόσο πολύ με τρομάζει και με βασανίζει η ζωή.

Η παρουσία των άλλων – που βρίσκει κάθε στιγμή τόσο απροετοίμαστη την ψυχή μου- μέρα με τη μέρα γίνεται περισσότερο επώδυνη και αγχογόνα. Ανατριχιάζω στην ιδέα πως πρέπει να τους μιλήσω. Αν δείξουν ενδιαφέρον για μένα τρέπομαι σε φυγή. Στο βλέμμα τους αναπηδώ.
Είμαι μονίμως εν αμύνη. Η ζωή και οι άλλοι με κάνουν να πονώ. Δε μπορώ να κοιτάξω την πραγματικότητα πρόσωπο με πρόσωπο. Ακόμη και ο ήλιος με αποθαρρύνει και με φέρνει σε απόγνωση. Μόνο τη νύχτα, τη νύχτα μόνος μου με μένα, ξένος, λησμονημένος, χαμένος, αποσυνδεμένος απ' την πραγματικότητα και από την έννοια της χρησιμότητας, βρίσκω τον εαυτό μου και κάποια ανακούφιση. Κρυώνω στη ζωή. Η ύπαρξή μου είναι όλο υγρά υπόγεια και σκοτεινές κατακόμβες. Είμαι η οριστική οπισθοχώρηση της τελευταίας στρατιάς που υπεράσπιζε την τελευταία αυτοκρατορία. Έχω στο στόμα μου τη γεύση του τέλους ενός αρχαίο πολιτισμού που δυνάστευε όλους τους άλλους.

Ποτέ δεν αντιμετώπισα την αυτοκτονία σαν λύση, γιατί μισώ τη ζωή από τη μεγάλη αγάπη που της έχω. Μου πήρε πολύ καιρό να συνειδητοποιήσω αυτήν την άθλια παρεξήγηση στην οποία ζω με τον εαυτό μου. όταν πια, πείστηκα, θύμωσα πολύ, πράγμα που μου συμβαίνει πάντα όταν πείθομαι για κάτι, γιατί αυτό σημαίνει πάντα για μένα την απώλεια μιας αυταπάτης.
Ότι και να ναι αυτό το ιντερμέδιο που παίχτηκε κάτω από τον προβολέα του ήλιου και το σκηνικό των άστρων, δεν μας κάνει κακό να γνωρίζουμε πως δεν είναι παρά ένα ιντερμέδιο αν πίσω από τις πόρτες του θεάτρου κρύβεται η ζωή, τότε θα ζήσουμε, αν κρύβεται ο θάνατος, θα πεθάνουμε και το έργο παραμένει άσχετο με όλα αυτά.

Γι αυτό, το δεύτερο βήμα του ονειροπόλου θα είναι να μάθει να αποφεύγει τον πόνο… να κατορθώνει δηλαδή να αισθάνεται, όταν υποφέρει, μια κάποια ευχαρίστηση…. (127)

Κι έτσι κρύβομαι πίσω από την πόρτα για να μη δει η Πραγματικότητα όταν μπει… κρύβομαι κάτω απ το τραπέζι, κι από κει, πετιέμαι ξαφνικά και τρομάζω τη Δυνατότητα.

Όλα μου φεύγουν και εξατμίζονται. Η ζωή μου ολόκληρη, οι αναμνήσεις μου, η φαντασία μου και ότι φέρει μέσα της, η προσωπικότητα μου, όλα εξατμίζονται. Νιώθω συνεχώς πως υπήρξα άλλος, πως αισθάνθηκα σαν άλλος, πως σκέφτηκα σαν άλλος. Παρίσταμαι σε ένα θέαμα με άλλο σενάριο. Και αυτό στο οποίο παρίσταμαι είμαι εγώ.

-κι έτσι υπάρχουν ψυχές ονειροπόλες που έχουν ζήσει πιο έντονα, πιο πλατιά, πιο συνταρακτικά από άλλες που έζησαν την εξωτερική ζωή. Αυτό που μετράει είναι το αποτέλεσμα : ό,τι  νιώσαν οι αισθήσεις, αυτό βιώθηκε μονάχα. Μπορεί να επιστρέψει κανείς το ίδιο κουρασμένος από ένα όνειρο, όσο κι από μια εργασία ορατή. Ποτέ δεν ζει κανείς τόσο πολύ όσο όταν σκέφτεται.
- η ζωή είναι ο δισταγμός ανάμεσα στο θαυμαστικό και το ερωτηματικό. Σε περίπτωση αμφιβολίας υπάρχει η τελεία.

-          Αν σου είναι αδύνατο να ζήσεις μόνος, έχεις γεννηθεί σκλάβος… είσαι ένας σκλάβος ευγενής, ένας δούλος έξυπνος, μα δεν είσαι ελεύθερος…. Ο θάνατος είναι μια απελευθέρωση γιατί πεθαίνω σημαίνει παύω να χω ανάγκη τους άλλους….- σελ181

-          Μα αν ο θάνατος μοιάζει στον ύπνο, θα έπρεπε τότε να πιστεύουμε ότι μπορούμε να ξυπνήσουμε και απ αυτόν… στον ύπνο ήμαστε ζωντανοί και κοιμισμένοι. Δεν καταλαβαίνω πως μπορεί να παρομοιάζει κάποιος το θάνατο με οτιδήποτε, από την στιγμή που δεν μπορεί να έχει την εμπειρία ούτε του θανάτου ούτε οποιουδήποτε άλλου αντίστοιχου πράγματος με το οποίο να μπορεί να τον συγκρίνει. Για μένα, όταν βλέπω έναν νεκρό, ο θάνατος είναι μια αναχώρηση. Το πτώμα μου δίνει την εντύπωση ενός παλιού κοστουμιού που πετάχτηκε. Κάποιος έφυγε, χωρίς να χρειάζεται να πάρει μαζί του τη μοναδική του φορεσιά.

-          Γράφω για μένα, σημαίνει υποτιμώ τον εαυτό μου, δεν μπορώ όμως να σταματήσω να γράφω. Το γράψιμο είναι το ναρκωτικό που μισώ κι όμως παίρνω, η διαστροφή που περιφρονώ και που μέσα της ζω… το γράψιμο, ναι, για μένα σημαίνει να χάνομαι, όμως όλοι χανόμαστε, γιατί η ζωή είναι να χάνεσαι…

-          Δεν μπορώ να διαβάσω γιατί η υπεροξυμμένη κριτική μου ικανότητα δεν εντοπίζει πάρα μόνο ελαττώματα, ατέλειες και πιθανές βελτιώσεις. Δεν μπορώ να ονειρευτώ γιατί αισθάνομαι το όνειρο τόσο ζωντανά που το συγκρίνω με την πραγματικότητα, κι όταν μετά νιώσω πως δεν είναι πραγματικό, η αξία του χάνεται. Δεν μπορώ να αφαιρεθώ σε έναν αθώο ρεμβασμό, κοιτώντας πράγματα και ανθρώπους, γιατί η αγωνία μου να εμβαθύνω είναι ακαταμάχητη, και καθώς το ενδιαφέρον μου δεν μπορεί να διατηρηθεί χωρίς αυτήν, πεθαίνει στα χέρια της ή σιγά σιγά στερεύει…. Γεννημένος πτώμα των μελλοντικών μου ελπίδων.. μακάριοι αυτοί που υποφέρουν μ’ έναν ενιαίο πόνο! Αυτοί που η αγωνία κατακερματίζει μα χωρίς να τους μοιράζει, αυτοί που πιστεύουν ακόμα, έστω και στην απιστία, αυτοί που μπορούν ακόμη να κάτσουν στον ήλιο ανυποψίαστοι…