Τρίτη 21 Μαρτίου 2023

ΒΡΑΧΟΚΗΠΟΣ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

 

"Ένα σαρκαστικό γέλιο ξέσπασε μέσα στην καρδιά μου· μια καθαρή φωνή σηκώθηκε μέσα μου, μουγκρίζοντας:

«Ό Θεός δεν είναι χοίρος, μήτε φιλόσοφος, μήτε ασκητής. Είναι Πολεμιστής πού βαδίζει. Βάδιζε μαζί του! "Άφησε τις μικρές σου χαρές και τις γελοίες αρετές σου! Καλό είναι ότι τινάζεται τ' άπάνου και τρέχει να βοηθήσει το Θεό' κακό, ότι κατηφορίζει και κόβει τη θεϊκιά πορεία. Γίνου καλός — δηλαδή γενναίος, αχόρταστος κι άνέσπλαχνος!»

"Άκουγα τη φωνή, κατακόκκινος από ντροπή:

"Άθλιοι είμαστε οι άνθρωποι, άκαρδοι, μικροί, τιποτένιοι. Μα μέσα μας, μια ουσία ανώτερη μας,  μας σπρώχνει ανήλεα προς τ' απάνω.

Μέσα από την ανθρώπινη τούτη λάσπη, θεία τραγούδια ανάβρυσαν, ιδέες μεγάλες, έρωτες σφοδροί, μια. έφοδο ακοίμητη, μυστηριώ-δικη, χωρίς αρχή και τέλος, χωρίς σκοπό, πέρα από κάθε σκοπό.

Τέτοιος βώλος λάσπη είναι ή ανθρωπότητα, τέτοιος βώλος λάσπη είναι ό καθένας μας. Ποιο είναι το χρέος μας; Να μαχό­μαστε ν' ανθίσει ένα μικρό λουλούδι απάνω στο λίπασμα τούτο της σάρκας και του νου μας.

Πολέμα από τα. πράματα, πολέμα από τη σάρκα, από την πείνα, από το φόβο, πολέμα από την αρετή κι από την αμαρτία να δημιουργή­σεις Θεό.

Πώς ξεκινάει το φως από ένα άστρο και χύνεται μέσα στη μαύρη αιωνιότητα κι όδοιποράει αθάνατο; Το άστρο πεθαίνει, μα το φως ποτέ του· τέτοια κι ή κραυγή της ελευτεριάς.

Πολέμα, από την πρόσκαιρη συνάντηση των άντίδρομων δυνά­μεων πού αποτελεί την ύπαρξη σου, να δημιουργήσεις ότι αθάνατο μπορεί ο θνητός απάνω στον κόσμο τούτον μιαν Κραυγή.

Αυτή, παρατώντας στο χώμα το κορμί πού το γέννησε, όδοιπο­ράει και δουλεύει αιώνια.


Παραδόθηκα σ' αυτόν το ρυθμό, παραμέρισα το μικρόν ερωτι­κό πόνο μου κι άφησα να παρασυρθώ προς το μεγάλο "Έρωτα, το μόνον άξιο για μιαν ψυχή πού σέβεται τον εαυτό της.

"Ένας "Έρωτας σφοδρός διαπερνάει το Σύμπαντο. Είναι σαν τον αιθέρα: σκληρότερος από το ατσάλι, μαλακότερος από τον αγέρα. Ανοίγει, διαπερνάει τα πάντα, φεύγει, ξεφεύγει. Δεν αναπαύεται στη θερμή λεπτομέρεια, δε σκλαβώνεται στο αγαπημένο σώμα, Είναι "Έρωτας Στρατευόμενος. Πίσω από τους ώμους του αγα­πημένου αγναντεύει τους ανθρώπους να σαλεύουν και να βογκούν σαν κύματα, αγναντεύει τα ζώα και τα φυτά να σμίγουν και να πι· βαίνουν, αγναντεύει το Θεό να κιντυνεύει και του φωνάζει: «Σώα» με!»

Ό "Έρωτας! Πώς αλλιώς να ονοματίσουμε την ορμή που  ως ματιάσει την ύλη, γοητεύεται και θέλει να τυπώσει απάνω της την όψη της! Αντικρίζει το σώμα και θέλει να το περάσει, να σμί­ξει με την άλλη κρυμμένη στο σώμα τούτο ερωτική κραυγή, να γενούν ένα, να χαθούν, να γίνουν αθάνατες μέσα στο γιο.

Ζυγώνει την ψυχή και θέλει να σοφιλιάσει, να μην υπάρχουν εγώ και συ,  φυσάει απάνω στη μάζα τους ανθρώπους και θέλει συντρίβοντας τις αντίστασες του νου και του κορμιού, να σμίξουν όλες οι  πνοές, να γίνουν άνεμος σφοδρός, ν' ανασηκώσουν τη γής!Ό "Έρωτας είναι ή πνοή του θεού, ή αναπνοή του, απάνω στη γης!

Κατεβαίνει απάνω στους ανθρώπους, όπως του αρέσει. Σα χορός, σαν ερωτάς, σαν πείνα, σα θρησκεία, σα σφαγή. Δε μας ρωτάει.

Μέσα στη σκάφη της γης, στις κρίσιμες τούτες ώρες, ό Θεός μοχτάει να ζυμώσει τις σάρκες και τα μυαλά και να ρίξει μέσα στον ανήλεο στρόβιλο της περιστροφής του όλη τούτη τη ζύμη και να της δώσει πρόσωπο — το πρόσωπο του.

Δεν πλαντάζει από αηδία, δεν απελπίζεται μέσα στα χωματένια, μουντά σωθικά τους. Δουλεύει, προχωράει, κατατρώει τη σάρκα τους, πιάνεται από την κοιλιά, από την καρδιά, από το φαλλό, από το νου του ανθρώπου.

Δεν είναι αυτός αγαθός οικογενειάρχης, δε μοιράζει σε όλα τα παιδιά  του ίσια το ψωμί και το μυαλό. Η Αδικία, ή Σκληρότητα, ή Λαχτάρα, ή Πείνα είναι οι τέσσερεις φοράδες πού οδηγούν το Άρμα του απάνω στην κακοτράχαλη μας τούτη γης.

Από την ευτυχία, από την καλοπέραση κι από τη δόξα ποτέ δεν πλάθεται ό θεός, παρά από την ντροπή, από την πείνα και τα δάκρυα.



Σε κάθε κρίσιμη στιγμή, μια παράταξη άνθρωποι ριψοκινδυνεύουν μπροστά θεοφόροι και πολεμούσαν, παίρνοντας απάνω τους όλη την ευθύνη της μάχης.

Μια φορά κι έναν καιρό οι ιερείς, οι βασιλιάδες, οι άρχονται, οί αστοί — και δημιουργούσαν πολιτισμούς, λευτέρωναν τη θεότητα.

Σήμερα ό Θεός είναι αργάτης, αγριεμένος από τον κάματο, από την οργή κι από την πείνα. Μυρίζει καπνό, κρασί κι ίδρωτα. Βλαστημάει, πεινάει, γεννάει παιδιά, δεν μπορεί να κοιμηθεί, φωνάζει στ ανώγια και στα κατώγια της γης και φοβερίζει.

Ό αγέρας άλλαξε, άναπνέμε μιαν άνοιξη βαριά, γιομάτη σπόρους. Φωνές σηκώνουνται. Ποιος φωνάζει; 'Εμεΐς φωνάζουμε, οί άν­θρωποι οί ζωντανοί, οί πεθαμένοι κι οί άγέννητοι. Μα κι ευτύς μας πλακώνει ό φόβος και σωπαίνουμε.

Ξεχνούμε από τεμπελιά, από συνήθεια, από άναντρία. Μα ξάφ-νου πάλι ή Κραυγή ξεσκίζει σαν αϊτός τα σωθικά μας.

Γιατί δεν είναι άπόξω, δεν ίρχεται από αλάργα για να ξεφύγουμε. Μέσα στην καρδιά μας κάθεται ή Κραυγή καΐ φωνάζει.

«Κάψε το σπίτι σου!» φωνάζει ό θεός. «"Ερχουμαι! "Ο­ποιος έχει σπίτι δεν μπορεί να με δεχτεί.

» Κάψε τις ιδέες σου, σύντριψε τους συλλογισμούς σου! "Ο­ποιος έχει βρει τη λύση δεν μπορεί να με βρει.

»Αγαπώ τους πεινασμένους, τους ανήσυχους, τους αλήτες. •^Αΰτοί αίώνια συλλογιούνται την πείνα, την ανταρσία, το δρόμο τον ατέλειωτο Έμενα!

» "Ερχουμαι! παράτα τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου, τις Ιδέες σου κι άκλούθα μου. Είμαι ό μέγας Αλήτης.

» Άκλούθα! Περπατά απάνω από τη χαρά κι από τη θλίψη, από την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, την αρετή! 'Εμπρός! Σύντριψε τα είδωλα τούτα, σύντριψε τα, δε χωρώ! Συντρίψου και συ για να περάσω!»

Φωτιά! Να το μέγα χρέος μας σήμερα, μέσα σε τόσο ανήθικο \ κι άνέλπιδο χάος.

Πόλεμο στους άπιστους! "Απιστοι είναι οί ευχαριστημένοι, } οί χορτασμένοι, οί στείροι.

Το μίσος μας είναι χωρίς συμβιβασμό, γιατί κατέχει πώς καλύ­τερα, βαθύτερα από τ/ς ξέπνοες φιλάνθρωπες αγάπες, δουλεύει τον ερωτά.

Μισοΰμε, δε βολευόμαστε, είμαστε άδικοι, σκληροί, γιομάτοι ανησυχία και πίστη, ζητούμε το αδύνατο, σαν τους έρωτεμένους.

Φωτιά, να καθαρίσει ή γης! Ν' ανοιχτεί άβυσσο φοβερότερη ακόμα ανάμεσα κάλου καί κάκου, να πληθύνει ή αδικία, να κατεβεί ή Πείνα καί να θερίσει τα σωθικά μας, αλλιώς δε σωζόμαστε.

Μια κρίσιμη βίαιη στιγμή είναι ή Ιστορική εποχή μας ετούτη, ίνας κόσμος γκρεμίζεται, ίνας άλλος δεν ίχει ακόμα γεννηθεί.   'Η  εποχή μας δεν είναι στιγμή Ισορρόπησης, οπόταν ή ευγένεια, ό συμβιβασμός, ή εiρήνη, ή αγάπη θα 'τανε γόνιμες αρετές.

Ζούμε τη φοβερή έφοδο, δρασκελίζουμε τους οχτρούς, δρασκα· λίζουμε τους φίλους πού παραπομένουν, κιντυνεύουμε μέσα στο χάος, πνιγόμαστε. Δε χωρούμε πια στις παλιές αρετές κι ελπίδας, στις παλιές θεωρίες και πράξες.

Ό άνεμος του ολέθρου φυσάει· αυτή είναι σήμερα ή πνοή του Θεού μας· ας πάμε μαζί του! Ό άνεμος του ολέθρου είναι το πρώτο χορευτικό συνέπαρμα της δημιουργικής περιστροφής. Φυσάει απάνω από τις κεφαλές κι από τις πολιτείες, γκρεμίζει τις Ιδέες και τα σπίτια, περνάει από τις ερημιές, φωνάζει: «Ετοιμασθείτε Πόλεμος! Πόλεμος!»

Τούτη είναι ή εποχή μας, καλή ή κακή, ωραία ή άσκημη, πλούσια φτωχή, δεν τη διαλέξαμε. Τούτη είναι ή εποχή μας, ό αγέρας που άναπνέμε, ή λάσπη πού μας δόθηκε, το ψωμί, ή φωτιά, το πνέμα!

"Ας δεχτούμε παλικαρίσια την ανάγκη. Πολεμικός μας έλαχε ό κλήρος, ας ζώσουμε σφιχτά τη μέση μας, ας αρματώσουμε το κορμί, την καρδιά και το μυαλό μας! "Ας πιάσουμε τη θέση μας στη μάχη!

Ό πόλεμος είναι ό νόμιμος άρχοντας του καιρού τούτου. Σή· μερα, άρτιος, ενάρετος άνθρωπος είναι μονάχα δ πολεμιστής. Γιατί μονάχα αυτός, πιστός στη μεγάλη πνοή του καιρού μας, γκρεμί­ζοντας, μισώντας, επιθυμώντας, άκολουθάει το σύγχρονο πρόσταγμα του Θεού μας.


Ή ουσία του Θεού μας είναι σκοτεινή, ωριμάζει ολοένα, ίσως ή νίκη στερεώνεται με κάθε γενναία μας πράξη, ίσως κι όλες τούτες οι αγωνίες για λυτρωμό και νίκη είναι κατώτερες από τη φύση της θεότητας.

"Ότι κι αν είναι, εμείς πολεμούμε χωρίς βεβαιότητα, κι ή αρετή μας, μη όντας σίγουρη για την αμοιβή, αποχτάει βαθύτατη ευγένεια.

Δε βλέπουμε, δεν ακούμε, δε μισούμε, δεν αγαπούμε πια σαν πρώτα. Ανανεώνεται ή παρθενία της γης. Καινούρια γέψη παίρνει το ψωμί, το νερό, ή γυναίκα.



Καθένας έχει το δρόμο τον εδικό του πού τόνε φέρνει στη λύτρω­ση ό ένας την αρετή, ό άλλος την κακία.

"Αν ό δρόμος πού οδηγάει στη λύτρωση σου είναι ή αρρώστια, ή ψευτιά, ή ατιμία, χρέος σου να βυθιστείς στην αρρώστια, στην ψευτιά, στην ατιμία για να τις νικήσεις.   Αλλιώς δε σώζεσαι.

"Αν ό δρόμος πού οδηγάει στη λύτρωση σοο είναι ή αρετή, ή χαρά, ή αλήθεια, χρέος σοο να βυθιστείς στην αρετή, στη χαρά, στην αλήθεια, για να τ/ς νικήσεις, να τις αφήσεις πίσω σου. Αλλιώς δε σώζεσαι.

Λεν πολεμούμε τα σκοτεινά μας πάθη με νηφάλια, άναιμικιά, ουδέτερη, πάνω από τα πάθη αρετή. Παρά με άλλα σφοδρότερα πάθη.

Αφήνουμε τη θύρα μας ανοιχτή στην αμαρτία. Αέ βουλώνουμε τ' αυτιά μας να. μην ακούσουμε τις Σειρηνες. Δκ δενόμαστε από φόβο στο κατάρτι μιας μεγάλης ιδέας· μήτε παρατούμε το καράβι και χανόμαστε γρικώντας, φιλώντας τις Σειρηνες.

Παρά εξακολουθούμε την πορεία μας, αρπάζουμε και ρίχνουμε τΙς Σειρήνες στο καράβι μας και ταξιδεύουν κι αυτές μαζί μας. Τούτη είναι, σύντροφοι, ή καινούρια Ασκητική μας!

'Ο Θεός φωνάζει στην καρδιά μου: Σώσε με!

Ό θεός φωνάζει στους ανθρώπους, στα ζώα, στα φυτά, στην ύλη: Σώσε με!

"Ακον την καρδιά σοο κι άκλούθα τον. Σύντριψε το σώμα σου κι άνάβλεψε: "Ολοι είμαστε ένα!

Αγάπα τον άνθρωπο, γιατί είσαι συ.

Αγάπα τα ζώα και τα φυτά, γιατί ήσουνα συ, και τώρα σε άκλου-Οοϋν πιστοί συνεργάτες και δούλοι.

Αγάπα το σώμα σου· μονάχα με αυτό στη γης ετούτη μπορείς να παλέψεις καί να πνεματώσεις την ύλη.

Αγάπα την ϋλη' απάνω της πιάνεται ό θεός καΐ πολεμάει. Πολέμα μαζί του.

Να πεθαίνεις κάθε μέρα. Να γεννιέσαι κάθε μέρα. Ν' αρνιέσαι, δ,τι έχεις κάθε μέρα. Η ανώτατη αρετή δεν είναι να 'σαι ελεύτερος, παρά να μάχεσαι για ίλευτερία.