Δε κοιτάω πια τα σύννεφα που δραπετεύουν μέσα από σχισμές
γαλάζιου
ούτε τον αέρα που φυσά μέσα στα φορέματα των άστρων.
Πάνε χρόνια που δε μιλώ στο φεγγάρι
μπέρδεψα τους κύκλους του και με την πανσέληνο κλείνομαι
μέσα.
Δε κοιτώ πια τον ήλιο και έτσι αδάκρυτα έχω τα μάτια.
Δε ξέρω που βρίσκονται τα όνειρα μου γιατί ψηλά
πια δε κοιτώ.
Δε σιγοτραγουδώ όταν περπατώ
ένας ξερόβηχας στοιχειώνει τη βόλτα μου
μόνο το άχαρο τσιμέντο βαθιά τρυπώ με τη ματιά μου
και συναντώ την άβυσσο…
Και όλα αυτά τα πολλά «δεν» τα κέντησα στο
φόρεμα της απαισιοδοξίας που φορώ.