Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018

ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑΣ




Πώς να υπάρξουμε μέσα σε τόση ανυπαρξία;
Από παρουσίες και επικυριαρχίες άλλων πώς να υπάρξω
και στων κραυγών τη λαίλαπα μέσα
τι να αποσώσω;

Και όμως…
Σιμά στις ρίζες των δέντρων τρέφονται μικροοργανισμοί
-για δες-
μικρή διάφανη ζωή που δεν ενόχλησε ποτέ κανένα.
Κάτω απ τη σκιά τους κοιμάται ο ξυλοκόπος
και στα βαριά κλαδιά τους
τη μουσική του κόσμου
 ανασυνθέτουν τα πουλιά.
Μες την ανάγκη όλα χάνονται και όλα συγκρατούνται.
Ανάγκη είναι ο Άλλος και η ανυπαρξία του για σένα μεγαλύτερη ανάγκη.


Ήρθαν εποχές και μέρες που δεν θυμίζουν τίποτε.
Δίχως νοσταλγίες και μνήμες
χωρίς κρίκους συνδετικούς
άδειο το μυαλό ταξιδεύει στο καιρό.
Το παρόν μουντό.
 Πάντα η ανάμνηση έχει χρώμα.
Τα στάνταρ σου τελείωσαν.
Άλλαξε η ζωή.
Σε ποιο τραπέζι τρως
με ποιους περνάς τη μέρα σου
με ποιους τη νύχτα σου.
Η ελπίδα αμήχανη που να σταθεί δε ξέρει
Κλεισμένες οι προοπτικές
σε κάποια κούτα μετακόμισης.

Την παλιά ζωή ποιος την θυμίζει
παρά μονάχα κάτι δειλινά μαβιά
που έδιναν παράσταση τα όνειρα σου
πίσω από νέφη κουϊντών.
Και αυτό το έργο ξέμεινε από θεατές
όσο και αν επιμένεις το εισιτήριο να πληρώνεις,
ξέφτισε και γέρασε και τα σύννεφα έφεραν βροχή.

Πώς να υπάρξουμε σε τόση ανυπαρξία εποχής και μνήμης
Με στοιχειώνει ο δρόμος μου τα βράδια.
Η σκηνή, η αυλαία που πέφτει, τα φώτα που θαμπώνουν.
Τόσο παλιά και τετριμμένα για μένα
που μεγάλωσα στο θέατρο της ζωής
τόσο καινούργια και παρθένα για μένα
που δεν τα ζησα ποτέ στης Τέχνης τα σανίδια.
Με στοιχειώνει και ετούτο το σανίδι
που αν με τα γόνατα το φθείρω ποτέ δε ξέρω.
Μόνο πάνω του, εκεί μονάχα καταθέτω την αλήθεια μου
μπροστά από χιλιάδες μάτια υπάρχω
αφού κανείς τα μυστικά δεν αφουγκράζεται
κανείς δε βλέπει στο σκοτάδι.




Είναι και αυτή η ζωή που δε μας γέννησε ακόμη
 και νεοφερμένοι βαδίζουμε στο δρόμο του θανάτου.
Χάλασαν πάλι φέτος οι χελιδονοφωλιές
 έμειναν ορφανά τα όνειρα και άστεγα για το χειμώνα.
Πότε θα ζήσουμε; Ρώτησε το κορίτσι… 
Δεν ωρίμασαν οι συνθήκες απάντησε το αγόρι.
Και έτσι ασαφώς και θολά προχωράνε τα ζευγάρια και οι γενιές.

Υποσχέθηκα κάτι απροσδιόριστο.
Υποσχέθηκες να το κάνεις.
Υποσχέθηκε να έρθει…
Υποσχεθήκαμε την αλλαγή. Υποσχεθήκατε τη δέσμευση.
Υποσχέθηκαν το ΟΧΙ.
Μη γελάς.
Είναι και αυτός ο ύπνος που δε σε παίρνει γιατί δεν έχει θέσεις.
Διορισμοί στα όνειρα πρόωρα πολλά υποσχόμενοι καταργήθηκαν.
Και το ποίημα αυτό έχει πιο πολλές τελείες και παύλες-μεταφορικές- από κάτι το συγκεκριμένο.
Κουράστηκες να προσπαθείς να πετάξεις. Ας έρθει ακόμα ένα ζευγάρι φτερά...
Θέλω σε κάποιον να χρειαστώ.
Σε κάτι να χρειαστώ. Να απλώσω το χέρι να χει κάτι να δώσει.
Υποσχέθηκα και έκλεισα πάλι τα μάτια…ΕΥΗ ΤΑΝΟΥΔΗ









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου